Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδιάθετος, επίθ.
-
- Που πεθαίνοντας δεν αφήνει διαθήκη:
- (Bακτ. αρχιερ. 147).
[μτγν. επίθ. αδιάθετος. H λ. και σήμ.]
- Που πεθαίνοντας δεν αφήνει διαθήκη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιάθετος 1 -η -ο [aδiáθetos] Ε5 : που είναι ελαφρά άρρωστος, που έχει αδιαθεσία: Είμαι λίγο ~ και θα κοιμηθώ νωρίς. Δεν είμαι πολύ καλά, αισθάνομαι ~. || Είναι αδιάθετη, έχει περίοδο.
[λόγ. < αδιάθετος 2 σημδ. γαλλ. indisposé(e)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιάθετος 2 -η -ο : για κτ. που δεν έχει διατεθεί, που έχει μείνει απούλητο ή αχρησιμοποίητο: Mεγάλες ποσότητες από αδιάθετα προϊόντα αποσύρθηκαν από την αγορά. H εταιρεία θα επενδύσει τα αδιάθετα κεφάλαια. || (νομ.) αδιάθετη κληρονομιά / περιουσία, της οποίας οι κληρονόμοι δεν ορίζονται με διαθήκη. (έκφρ.) κληρονόμοι εξ αδιαθέτου, οι φυσικοί κληρονόμοι.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιάθετος `αταχτοποίητος, χωρίς να αφήσει διαθήκη΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιάθετος, -η, -ο [a∂iáθetos & a∂jáθetos]
- ① not disposed, undisposed, unutilized, unused, unspent (syn αχρησιμοποίητος):
- αδιάθετα κεφάλαια |
- αδιάθετες πιστώσεις unused credits
- ⓐ undisposed of, unsold (syn ακατανάλωτος, απούλητος):
- αδιάθετα προϊόντα or εμπορεύματα produce or stock undisposed of (cf αγύρευτος 'unsaleable')
- ② not inherited by a will, intestate (syn χωρίς διαθήκη):
- αδιάθετη (L αδιάθετος) κληρονομία intestate estate or succession (syn κληρονομία εξ αδιαθέτου [s. αδιάθετον])
- ⓑ act not having made one's will, intestate:
- πέθανε ~ (s)he died intestate (syn χωρίς [ν' αφήση] διαθήκη)
- ③ slightly ill, unwell, indisposed (syn άκεφος, ανήμπορος, κακοδιάθετος, κακόκεφος):
- είμαι ~ I am unwell, feel indisposed |
- ήταν λίγο αδιάθετη και δε βγήκε έξω |
- ας τον, ας κοιμηθή ακόμα που ήταν χτες ~ (Xenop) |
- όταν είναι ~, δεν θέλει άλλον κοντά του (id.) |
- κάπως αδιάθετη είμαι, δε μπορώ να στέκω (Rotas)
[fr MG ← K ἀδιάθετος]
- ① not disposed, undisposed, unutilized, unused, unspent (syn αχρησιμοποίητος):