Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάβροχος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάβροχος -η -ο [aδiávroxos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν το διαπερνά το νερό ή άλλο υγρό: Οι σκηνές κατασκευάζονται από αδιάβροχα υφάσματα / είναι αδιάβροχες. Aδιάβροχη συσκευασία. || Aδιάβροχο ρολόι, που δεν καταστρέφεται όταν βυθιστεί σε νερό. 2. (ως ουσ.) το αδιάβροχο, είδος πανωφοριού από αδιαβροχοποιημένο ύφασμα ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που προστατεύει από τη βροχή.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀδιάβροχος· 2: σημδ. γαλλ. imperméable]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάβροχος, -η, -ο [a∂iávroxos]
  • ① non-absorbent, impervious to liquids, waterproof, dampproof, moistureproof, impermeable (syn αδιαπέραστος από το νερό, αδιαπότιστος, στεγανός):
    • αδιάβροχο λαδόχαρτο |
    • αδιάβροχο ύφασμα waterproof sheeting, waterproof cloth (fabric) |
    • αδιάβροχο πανωφόρι mackintosh, raincoat |
    • αδιάβροχο κάλυμμα waterproof cover, tarpaulin |
    • λινό αδιάβροχο |
    • παπούτσια από δέρμα αδιάβροχο |
    • το δέρμα είναι από τα πιο σπουδαία όργανά μας |
    • ελαστικό, γερό, αδιάβροχο (Saratsis) |
    • poem θα κρύψω τα σπίρτα σε μέρος αδιάβροχο, να μη μουσκευτούν (ZOikonomou)
  • ⓐ το αδιάβροχο, noun, impermeability
  • ② fig impermeable, impervious to, untouched by:
    • έμεινες ~ από το πνεύμα που εγκωμιάζεις (Papanoutsos) |
    • κανένας... μεγάλος δεν πέρασε τον αιώνα του εντελώς ~ από τις επιδιώξεις του και τις λαχτάρες του (id.) |
    • ο φιλοσοφικός στοχασμός δεν είναι θρησκευτικά ~ (id.)

[fr K ἀδιάβροχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες