Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάβλητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάβλητος -η -ο [aδiávlitos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. στο οποίο δεν μπορεί να προσάψει κανένας την κατηγορία της παρανομίας ή της μεροληψίας. ANT διαβλητός: Οι δικαστές πρέπει να είναι αδιάβλητοι. Οι προσλήψεις στο δημόσιο θα γίνουν με αδιάβλητες εξετάσεις. H αντιπολίτευση ζητάει να γίνουν αδιάβλητες εκλογές. || (ως ουσ.) το αδιάβλητο, η ιδιότητα του αδιάβλητου: Aμφισβητείται το αδιάβλητο των εκλογών. αδιάβλητα ΕΠIΡΡ: Ο διαγωνισμός έγινε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀδιάβλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάβλητος, -η, -ο [a∂iávlitos]
  • unslandered or insusceptible to slander, irreprehensible, irreproachable, reliable:
    • αδιάβλητες σχέσεις |
    • αδιάβλητη φιλία |
    • αδιάβλητη απόφαση incontestable decision |
    • αδιάβλητες εκλογές unrigged elections |
    • η αδιάβλητη δικαιοσύνη honest justice |
    • αδιάβλητα πρόσωπα persons of integrity |
    • αδιάβλητα κριτήρια reliable criteria |
    • έπαινος αδιάβλητης δημοκρατικότητας |
    • αντιπροσώπευε... με τρόπο από κάθε πλευρά αδιάβλητο το γνήσιο πνεύμα της προοδευτικής κοινωνικής δημοκρατίας (Theotokas) |
    • πράξεις... ηθικά αδιάβλητες (Papanoutsos) |
    • μια τέτοια κατηγορία δε μπορεί να στηριχθή επάνω σε αδιάβλητες ιστορικές πηγές (Dimaras) |
    • γενικά οι μαρτυρίες του δεν είναι αδιάβλητες (id.) |
    • οι άνδρες που θα διδάξουν την πολιτική αγωγή θα είναι ανεπίληπτοι... και από κάθε άποψη αδιάβλητοι (Kolyva) |
    • οι έρευνες... δεν μας επιτρέπουν να βγάλουμε αδιάβλητα συμπεράσματα (Geros) |
    • οι εκδόσεις των δημοτικών τραγουδιών δεν είναι πάντα αδιάβλητες (LPolitis)

[fr K, AG ἀδιάβλητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες