Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάβαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάβαστος -η -ο [aδjávastos] Ε5 : ANT διαβασμένος. 1α. για κτ. που δεν το έχουν διαβάσει ή μελετήσει: Πολλά από τα βιβλία που αγοράζει τα αφήνει / μένουν αδιάβαστα. Διάβασα το μάθημα της ιστορίας, έχω όμως αδιάβαστη τη γεωγραφία, αμελέτητη. β. για κπ. που δεν έχει μελετήσει κτ., που δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένος· αμελέτητος: Σήμερα πήγε στο σχολείο ~. Πώς να πάω ~ στις εξετάσεις; || (οικ.) που δεν είναι ενημερωμένος για κτ.: Στη σύσκεψη που έγινε, ο διευθυντής μας πιάστηκε ~. 2. (οικ.) που δεν του διάβασε ο παπάς την κατάλληλη για την περίσταση ευχή, συνήθ. για νεκρό που τον έθαψαν, χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία: Πέθανε στα ξένα ~. αδιάβαστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 διαβασ- (διαβάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάβαστος, -η, -ο [a∂jávastos]
  • Ⓐ pass
  • ① not read, unread:
    • αδιάβαστο έγγραφο, αδιάβαστη επιστολή |
    • αδιάβαστα χειρόγραφα |
    • του γύρισε το γράμμα του αδιάβαστο |
    • το βιβλίο το 'χω ακόμα αδιάβαστο |
    • σημάδια που θεωρούνται ακόμα αδιάβαστα signs still regarded as unread |
    • θα προτιμούσα να το βρίση (sc το βιβλίο) παρά να το επαινέση αδιάβαστο (Xenop) |
    • το έργο του Παλαμά είναι ακόμη ένα παρθένο δάσος· αδιάβαστο, αμελέτητο, αναφομοίωτο (Tsatsos) |
    • poem κάποια άσπαρτα χωράφια, | κάποια βιβλία σκονισμένα κι αδιάβαστα (Zacharop)
  • ⓐ journal. αδιάβαστο χειρόγραφο railroaded copy (syn άμεσος αποστολή)
  • ② unreadable (syn δυσκολοδιάβαστος, δυσνόητος):
    • έγραψε ένα βιβλίο κι αυτό αδιάβαστο |
    • στην επιτάφια πλάκα σκαλισμένο, ανάλατο, αδιάβαστο επίγραμμα, σε γλώσσα και σε στίχο αρχαία, βγαλμένο στερεότυπο από το συρτάρι ποιος ξέρει τίνος δασκάλου (Palam) |
    • poem και τ' άλογά τους... ρίχναν αδιάβαστα σχήματα μέσα στις γούρνες (Seferis)
  • ⓑ uninteresting, dull, boring (syn ανιαρός, πληκτικός):
    • το μυθιστόρημά του είναι αδιάβαστο
  • ③ unstudied, unlearned, unprepared (ant διαβασμένος, μελετημένος):
    • άφησα το μάθημα αδιάβαστο I left the lesson unlearned
  • ④ for whom the priest has not said the appropriate prayers:
    • η λεχώνα βγήκε αδιάβαστη και ασαράντιστη |
    • ο μακαρίτης θάφτηκε ~ |
    • πάει (πήγε) ~ he was buried without church service
  • Ⓑ act
  • ⑤ having not read or studied, unprepared (syn αμελέτητος, απροετοίμαστος, ant διαβασμένος, μελετημένος):
    • πήγαινε στο σχολείο ~ |
    • πήγε στο μάθημα ~ |
    • θα πάω αδιάβαστη, εντελώς απροετοίμαστη (Geros) |
    • έπαιξα κι ο ίδιος (sc στο θέατρο)· πήρα το μέρος τού... αδιάβαστου, αλλά ήμουν διαβασμένος (Melas)
  • ⑥ having no knowledge of books or letters, unlettered (syn αγράμματος, αμαθής, ant διαβασμένος):
    • ~ όπως είναι πώς πήρε τέτοια θέση;

[cpd w. *διαβαστός: διαβάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες