Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδηφάγος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδηφάγος -α -ο [aδifáγos] Ε4 : 1.που τρώει με βουλιμία πολύ μεγάλες ποσότητες τροφής: Ο καρχαρίας είναι αδηφάγο ζώο. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο πολύ άπληστο, που ζητάει συνεχώς όλο και περισσότερα αγαθά: Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ~. || Kοιτούσε τα πλούσια φαγητά / τη νεαρή κοπέλα με αδηφάγο βλέμμα. β. για κτ. που θεωρείται ή που είναι καταστρεπτικό: Tο αδηφάγο τέρας της γραφειοκρατίας. Οι αδηφάγες φλόγες καταβροχθίζουν τα δάση. αδηφάγα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀδηφάγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδηφάγος1 [a∂ifáγos] ο, zoo
  • glutton, wolverine, Gulo gulo; ~ της Aμερικής wolverine, Gulo luscus.
[Λεξικό Γεωργακά]
αδηφάγος2, -ος, -ο [a∂ifáγos] (L)
  • ① voracious, gluttonous (syn λαίμαργος, πολυφάγος, φαγάς):
    • αδηφάγα ζώα voracious beasts |
    • poem Mινώταυρος το μαύρο, αδηφάγο θεριό | πίνει το φως, τον ουρανό, τα χρώματα | και δεν χορταίνει (Decavalles) |
    • εσένα βαλθήκανε την ψυχή σου να ξεφτίσουν μικρά αδηφάγα τρωκτικά (MAlexiou)
  • ② greedy (syn άπληστος, αχόρταγος):
    • την κοιτάζει με αδηφάγα βλέμματα |
    • ο Θ. ανήκει σ' εκείνες τις αδηφάγες ψυχές που όσο φαρδαίνουν... τόσο περισσότερο επιθυμούν το πλάτος... (Panagiotop) |
    • οι αδηφάγοι εξυμνούσαν την τιμιότητα, τη λιτότητα, την αυταπάρνηση και την εγκαρτέρηση (id.) |
    • τον έβλεπες (το Nέστο) κάπου κάπου ν' απλώνεται ~ και να κατακαλύπτη σημαντικό εύρος γης (PGlezos) |
    • με μύριες αδηφάγες γλώσσες τον ερροφούσε από όλους τους πόρους η λερναία περιέργεια του πλήθους (MKanellis) |
    • poem πυρπολημένη απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων (Ritsos) |
    • μ' ένα στόμα αδηφάγο και λάβρο την αγάπη ζητούσα για νά 'βρω (GChondrogiannis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες