Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδημοσίευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδημοσίευτος -η -ο [aδimosíeftos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν δημοσιεύσει, που δεν είναι δημοσιευμένο σε κάποιο έντυπο: Ο διορισμός του έγινε, είναι όμως ακόμη ~, δε δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά και έχει και πολλά άλλα αδημοσίευτα. || που δεν έχει εκδοθεί σε βιβλίο· ανέκδοτος.

[λόγ. < ελνστ. ἀδημοσίευτος `που έχει κρατηθεί μυστικός΄ κατά τη σημ. του δημοσιεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδημοσίευτος, -η, -ο [a∂imosíeftos]
  • ① unpublished (syn όχι δημοσιευμένος, ανέκδοτος):
    • αδημοσίευτο βιβλίο, κείμενο, άρθρο |
    • αδημοσίευτα έργα, χειρόγραφα, ντοκουμέντα |
    • αδημοσίευτη επιγραφή, μελέτη |
    • ~ νόμος, αδημοσίευτοι στίχοι, αδημοσίευτο σονέτο |
    • προσθέτω πολλά άλλα κείμενα, σποραδικά δημοσιευμένα ή και αδημοσίευτα (Tsatsos)
  • ⓐ not made public, unpublicized, kept secret (syn ακοινολόγητος, μυστικός):
    • αυτά που είπαμε να μείνουν μεταξύ μας, να μείνουν αδημοσίευτα
  • ② having not published, unpublished:
    • να μη θαρρούμε πάλε πως ο αδημοσίεφτος ή και λίγο δημοσιεμένος ποιητής δεν αξίζει κάποτες τους άλλους (Psichari)

[fr K ἀδημοσίευτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες