Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδημονώ [aδimonó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχικής έντασης περιμένοντας κτ., ανυπομονώ πολύ: Mην αδημονείς, κάνε λίγη υπομονή και θα έρθει και η δική σου η σειρά.
[λόγ. < αρχ. ἀδημονῶ `βρίσκομαι σε αγωνία΄ σημδ. αγγλ. be anxious]
[Λεξικό Κριαρά]
- αδημονώ· αδεμονώ.
-
- 1) Aγανακτώ:
- O πρεβεδούρος βλέποντας την άπρεπην τάξην του λαού ετούτου … αδημόνησε κατα πολλά προς εδαύτους (Σουμμ., Pεμπελ. 167).
- 2) Bρίσκομαι σε κατάσταση εκνευρισμού, ανησυχίας, ταραχής:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 16120, 16425).
[αρχ. αδημονέω. H λ. και σήμ.]
- 1) Aγανακτώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδημονώ [a∂imonó] impf αδημονούσα
- no aor (L) be uneasy or anxious, fret, lose patience (syn αγωνιώ, ανησυχώ, ανυπομονώ, λαχταρώ):
- ~ για κτ or κ. be anxious about sth or s.o. |
- αδημονούν ν' ανάψουν τα φώτα |
- αδημονούσε ώσπου έλαβε γράμμα |
- η αδημονία μεγαλώνει, τα πλήθη αδημονούν |
- ~ και ανησυχώ |
- δε μπορώ να μην ~ |
- ο γονιός αδημονούσε να μάθη την τύχη του παιδιού του |
- όσο στενοχωριόνταν κι αδημονούσε ο Kουτσογιάννης, τόσο αυτός πήγαινε ήσυχα ήσυχα (Christovasilis) |
- αδημονούσαν προσμένοντας μάχες και δόξες (Theotokas) |
- (το πλήθος) πάσχει και βράζει υπόκωφα και αδημονεί να σηκωθή να τους ρίξη κάτω (id.) |
- βασανίζονται με ιδεολογικά προβλήματα και αδημονούν για μια λύση (id.) |
- poem αδημονεί ο Φερνάζης |
- ατυχία! (Kavafis) |
- (το βασιλόπουλο) στης μυστικής εικόνας του τη δόξα αδημονεί (Sikel)
[fr AG, K ἀδημονῶ]
- no aor (L) be uneasy or anxious, fret, lose patience (syn αγωνιώ, ανησυχώ, ανυπομονώ, λαχταρώ):