Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδημονία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδημονία η [aδimonía] Ο25 : η ανησυχία που προκαλεί η αναμονή, η μεγάλη ανυπομονησία: Περίμενε με ~ να φτάσει το τρένο. H ~ των μαθητών που περίμεναν τα αποτελέσματα βρισκόταν στο κατακόρυφο.

[λόγ. < ελνστ. ἀδημονία `δυσφορία΄, κατά την αλλ. της σημ. του αδημονώ]

[Λεξικό Κριαρά]
αδημονία η· αδημονιά.
  • 1) Δυσκολία, δύσκολη κατάσταση:
    • (Δούκ. 1317).
  • 2)
    • α) Στενοχώρια:
      • όσες πικρίες και στεναγμούς και αδημονιές αν είχα (Φλώρ. 1456
    • β) ανησυχία, αμηχανία:
      • ήλθεν εις αδημονίαν τι να κάμει (Iστ. πατρ. 17010
    • γ) φροντίδα, «έννοια»:
      • την αδημονίαν οπού είχα … εις την ψυχήν μου πώς να καλέσω το όνομα της αγίας εκκλησίας (Hagia Sophia ω 52014).

[μτγν. ουσ. αδημονία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδημονία [a∂imonía] η, (L)
  • distress, anxiety, impatience (syn αγωνία, ανησυχία, ανυπομονησία) τα μάτια κοίταζαν με ~:
    • φούντωνε μια παράξενη ανησυχία ως την οδυνηρή ~ και το λάγγεμα (Melas) |
    • η ύπαρξή τους μαρτυρεί ανησυχία ασίγαστη, ~ ακαταπόνητη (Panagiotop) |
    • (ο Kαζαντζάκης) αδυνατεί να συνδεθή με την πραγματικότητα και... η ανημποριά του μετατρέπεται σε ~ (Prevelakis) |
    • είναι... γέννημα της αδημονίας μπρος στον παράλογο κόσμο (id.)

[fr K ἀδημονία, der of ἀδήμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες