Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδημιούργητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδημιούργητος -η -ο [aδimiúrjitos] Ε5 : 1.που δε δημιουργήθηκε, που βρίσκεται στην αρχή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας: Είναι νέος ακόμη και ~. 2. που δεν τον έχουν δημιουργήσει· άπλαστος, αγέννητος: Ο Θεός δημιούργησε τα πάντα, ο ίδιος όμως είναι ~.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀδημιούργητος· 1: σημδ. αγγλ. not made]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδημιούργητος, -η, -ο [a∂imiúryitos]
  • ① not made, uncreated (syn αγέννητος, άπλαστος, αποίητος):
    • ο Θεός είναι ~ |
    • αρκούμενος στον κλήρο να 'ναι ον αδημιούργητο (Kanellop) |
    • ένα μεγάλο μέρος του έργου, που φέρνει μέσα του ο κάθε καλλιτέχνης, εξαφανίζεται αδημιούργητο (Thrylos)
  • ② not having made it, being still in the stage of creating his career (ant δημιουργημένος):
    • είναι νέος ακόμη, ~

[fr K, PatrG ἀδημιούργητος, cpd w. K δημιουργητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες