Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδερφούλης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδερφούλης [a∂erfúlis] ο, (& αδελφούλης)
  • ① little brother, endear beloved (little) brother, also emotionally:
    • αδερφούλη μου! my dear brother! |
    • τι να σου πω, αδερφούλη μου! |
    • αδελφούλη μου, εσύ μονάχα μου 'μεινες στον κόσμο· γλύτωσέ με, Άλκη (Melas) |
    • στάσου τσιότσιο, αδερφούλη μου... θέλω να σε ρωτήσω (Christovasilis) |
    • folks. χαλάλι σ', αδερφούλη μου, κι όλα δικά σου να 'ναι (DPetrop) |
    • poem... στο πλάι της ο ασώπαστος ρήγας, | το Παραμύθι, απ' το αίμα της αίμα, ~ της κι άντρας (Palam) |
    • θα δω κ' εγώ τα γονικά μου και τον περίκαλο αδερφούλη μου (Skipis) |
    • η νυχτερινή βροχή τα ρόδα μας | τα μάδησε, αδερφούλη μου, και τώρα... (Vrettakos)
  • ② close friend, companion, buddy (syn in αδελφικός φίλος):
    • τι λες, αδερφούλη μου;

[der of αδερφός w. suff -ούλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες