Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδερφούλα [a∂erfúla] η, (& αδελφούλα)
- ① little sister, also endear:
- ~! sis! |
- γλυκιά μου ~! |
- χρυσή αδελφούλα μου! |
- η μικρή μου ~ με τις κούκλες της |
- μην πειράζης την ~ σου don't tease your little sister |
- folkt ~, κάμε καταπώς ξέρεις (Megas) |
- παίρνουν την ~ τους και γυρίζουν όλοι μαζί (id.) |
- μιαν ~ την έχω και την παντρεύω με άνθρωπο από σόι (Manglis) |
- poem μα κάποιες καρδούλες (sc τα πουλάκια) τ' ακούνε και σαν αδερφούλες μ' αυτά | κλ (Palam) |
- την πήρα για μικρή μου αδελφούλα | κ' εκείνη, δυστυχία μου, για πατέρα (Malakasis) |
- σαν αδελφούλα η κόρη αυτή σου μοιάζει (Karyotakis) |
- ... η Γαλήνη | ωσά μιαν ~, πιστή τον καρτεράει (Skipis) |
- αδελφούλα μου, | ποια άστρα έπεσαν στα χέρια σου | κ' έγιναν οι άλικοι πόθοι σου; (Sfakianakis) |
- θ' ακούσουμε το γέλιο της αδελφούλας | καθαρό και ξάστερο σαν κελάδημα χελιδονιού (ThStylianou) |
- στο κοιμητήρι η αδελφούλα μου | χρόνια κοιμάται (TChristidis)
- ② being or image like a beloved sister, equal, match:
- (οι καλοπροαίρετες νυφάδες) θα φωλιάζουνε στα έλατα και στα πλατάνια, βλέποντάς σε... σαν κάποια τους θνητήν αδελφούλα (Palam) |
- poem ω Kαρυάτιδες, έφυγε, κλέφτες και βάρβαροι πήραν | την ~ σας, μείνατε πέντε, τα ολόρθα κορμιά σας (id.) |
- και να, παρθένες αχλαδιές...| ...| και να, αδερφούλες τους μηλιές, ροδακινιές και κυδωνιές (Palam) |
- ή τότε πάλι με χώμα και νερό | ας γαλαζοβολήση αλλού μιαν αδελφούλα Eλλάδα (Elytis)
[der of αδερφή, αδελφή w. suff -ούλα]
- ① little sister, also endear: