Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδερφοσκοτωμός ο [aδerfoskotomós] Ο17 : 1.φόνος μεταξύ αδερφών. 2. (μτφ.) εμφύλιος πόλεμος.
[αδερφο- + σκοτωμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδερφοσκοτωμός [a∂erfoskotomós] ο, (& αδελφοσκοτωμός)
- ① fratricide (syn αδελφοκτονία 1)
- ⓐ angry conflict or hand-to-hand fight between brothers (syn συμπλοκή μεταξύ αδελφών)
- ② violent quarrel or armed fray among relatives
- ③ civil war among fellow nationals or co-religionists (syn αδελφοκτονία 2):
- έγινε ~ ανάμεσα στους Φράγκους
[cpd w. σκοτωμός]