Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδερφοποιτός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδερφοποιτός [a∂erfopitós] ο, (& αδελφοποιτός & dial αδερφοχτός)
  • ① spiritual brother, i.e. one adopted as brother of another in fraternal bond in αδελφοποιία (syn βλάμης, μπραζέρης, μπράτιμος, σταυραδέρφι, σταυραδερφός):
    • τους έκαμε αδερφοποιτούς του (Melas) |
    • άρπαξε το μάτι του το Λευτέρη ― τόν αδερφοποιτό του, καλέ, το παπαδόπουλο ― ν' ανεβοκατεβάζη τη βαριά (Prevelakis) |
    • folks. κ' εγίναν αδερφοποιτοί μέσα στην εκκλησία |
    • όλον τον κόσμο κάλεσε κι όλους τους ιδικούς του, | το σταυραετό δεν κάλεσε, τον αδερφοποιτό του (DPetrop) |
    • poem πες, να το ξεμυστηρευτής θες τ' αδελφοποιτού σου; (Solom) |
    • ο ψυχοπατέρας τώρα κοντά μ' έκανε αδερφοποιτό με την τσούρμα (KRados)
  • ② region. & lit close friend:
    • τον φωνάζει αδερφοποιτό |
    • είμαστε φίλοι, είμαστε αδελφοποιτοί (Roussos) |
    • folks. στον Άδη θα κατέβω, το Xάρο για να βρω, | ναν τόνε πιάσω φίλο και αδερφοποιτό (Theros) |
    • poem σταμάτησε και μου 'πε |
    • Aπέθαντε, | εγώ είμαι ο ξακουστός ο Xάρος, | που ως ~ και φίλος σου σε σένα έρχουμαι τώρα (Skipis)
  • ③ hist αδερφοχτοί in Crete, klefts and armatoli allied in military corps to protect the Christians against the Turks (syn νυχτοπολεμιστάδες, χαΐνηδες)

[fr MG αδελφοποιτός ← MG αδελφοποιητός, origin. adj der of αδελφοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες