Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδερφοδιώχτης [a∂erfo∂jóxtis] ο,
- ① the brother causing (in folk superstition) the death of his siblings or preventing the birth of other children (Athens, Mani, Aegean Islands) (syn αδερφοφάγος 2)
- ⓐ the adverse impact of such a boy on his siblings (syn ήσκιος):
- το παιδάκι έχει αδερφοδιώχτη
- ② a little black line between the brows, characteristic sign of such a boy
[cpd w. διώχτης]