Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδερφικάτα [a∂erfikáta] adv
- as fits brotherly relationship, in brotherly friendship (syn αδελφικά):
- μοιάζανε ή τουλάχιστο ~ βαδίζανε ταπαγγέλματά μας, ζουγράφος του λόγου του, μυθιστοριογράφος εγώ (Psichari) |
- "καρdάch γκιdί", ~, έλεγε το χαρτί (Myriv) |
- μ' αγκάλιασε ~ και μου 'σκασε σκαστό φιλί στην κορφή μου (Skarimpas) |
- poem αλλά ο Διάολος εφάνηκε | στο πλευρό σου ~, | όταν έγραφες τη διάτα (Solom)
[der of αδερφικάτος]
- as fits brotherly relationship, in brotherly friendship (syn αδελφικά):