Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδεξιοσύνη η.
-
- Ατύχημα, αναποδιά:
- (Aσσίζ. 18022).
[<επίθ. αδέξιος + κατάλ. ‑σύνη. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ατύχημα, αναποδιά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδεξιοσύνη [a∂eksiosíni] η, (L) (& region. αδεξοσύνη)
- awkwardness, clumsiness (syn in αδεξιότητα 2):
- προσάγεται, διαβαίνει ανάμεσα η κατηγορουμένη, προχωρεί με την αδεξοσύνη και με τον κλονισμό (Palam) |
- αυτός όμως βασανιζόταν ολοένα από την ταραχή και την αδεξοσύνη του παρείσαχτου (Myriv) |
- γίνεται γελοίος..., καθώς από ~ πέφτει σε πηγάδια και σκοντάφτει σε κάθε άλλη δυσκολία (Theodorakop)
[fr late MG αδεξιοσύνη 'mishap, adversity', der of αδέξιος; the -kso- for -ksio- is region. phenomenon]
- awkwardness, clumsiness (syn in αδεξιότητα 2):