Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδενοπάθεια η [aδenopáθia] Ο27 : (ιατρ.) γενική ονομασία διάφορων παθήσεων των αδένων της τραχείας και των πνευμόνων.
[λόγ. < γαλλ. adé nopathie < adéno- = αδενο- + -pathie = -πάθεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδενοπάθεια [a∂enopáθia] η, med
- swollen glands, adenopathy (syn in αδενίτιδα):
- έχει επικρατήσει εδώ το ιδανικό της αδενοπαθείας, της προφυματικής καλλονής (Melas)
[der of αδενοπαθής]
- swollen glands, adenopathy (syn in αδενίτιδα):