Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδενίτιδα η [aδenítíδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων: Tραχηλική / φυματιώδης ~. || αδενοπάθεια.
[λόγ. < γαλλ. adénite < αρχ. ἀδεν- (ἀδήν δες στο αδένας) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδενίτιδα [a∂eníti∂a] η, (& L αδενίτις) med
- inflammation of a gland or the lymph nodes, adenitis (syn αδένες, αδενοπάθεια):
- η παιδική ηλικία παρουσιάζει έδαφος κατάλληλο... ιδίως σε αδενίτιδες (Katsigra) |
- η Πολυδούρη επιστρέφει άρρωστη από ~ για να πέση σχεδόν αμέσως φυματική (Peranthis)
[der of ἀδήν w. suff -ίτις]
- inflammation of a gland or the lymph nodes, adenitis (syn αδένες, αδενοπάθεια):