Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδελφώνω [aδelfóno] -ομαι & αδερφώνω [aδerfóno] -ομαι Ρ1 : 1α.για κτ. που συντελεί στη δημιουργία αδελφικών δεσμών: H δυστυχία αδελφώνει τους ανθρώπους. Οι λαοί θα αγωνιστούν αδελφωμένοι για την ειρήνη και για την ευημερία. β. συμφιλιώνω: Δώστε τα χέρια και αδερφωθείτε. 2. (μτφ.) συνδέω δύο πράγματα σχετικά ή άσχετα μεταξύ τους: Ο λαϊκός πολιτισμός και η σύγχρονη τεχνολογία μπορούν να προχωρήσουν αδελφωμένοι. 3. (λαϊκότρ., λογοτ.) για φυτά που φυτρώνουν μαζί με παραφυάδες ή για δέντρα που τα κλαδιά τους ενώνονται: Δύο κυπαρίσσια αδερφωμένα.
[-ρφ-: αδερφ(ός) -ώνω· -λφ-: λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδελφώνω [a∂elfóno] aor αδέλφωσα, mediop αδελφώνομαι, aor αδελφώθηκα, ppp αδελφωμένος (& αδερφώνω)
- ① trans unite in close friendship, make (others) into close friends, bring into fellowship, fraternize:
- ν' ανταμωθής με τον Δυσσέο και ν' αδελφωθής (Makryg) |
- άνθρωποι και θεριά αδερφώνουνται (Kazantz) (ανιχνεύω) τα στοιχεία εκείνα που ενώνουν και αδερφώνουν τους ανθρώπους (Sachinis) |
- poem η κάθε σκέψη μου σκοπός π' αδέρφωνέ μου το αίμα (Sikel) |
- μια αγάπη για όλον το ντουνιά, | με κάνει απόψε σαν παιδί και μ' όλους μ' αδελφώνει (Kranidiotis)
- ⓐ intr become a close friend to, be united in brotherly love w. s.o. (syn συνδέομαι με στενή φιλία):
- poem στο Mισολόγγι αδέρφωσαν κ' εσμίξαν ταίρια ταίρια | με της Φραγκιάς τα νιάτα (Palam)
- ② trans reconcile, bring into harmony w. (syn φιλιώνω, συμφιλιώνω, L συνδιαλλάσσω):
- ήταν εχθροί και τους αδέρφωσα |
- το σύνολο αδελφώνει δυο αντίθετους αιώνες |
- (λαοί) δίνουν τα χέρια κι αδερφώνονται, άνθρωποι όλοι ομόφυλοι (Palam) |
- όλους τους έσμιγε κοινό ένα πάθος... και τους αδέρφωνε όλους (Kazantz) |
- θ' αδερφωθούμε και θα ενωθούμε με τα δεσμά της ιδέας (Rotas) |
- το κακό... της στενοκεφαλιάς γίνεται χειρότερο, όταν... αδελφωθή με το χαμηλό ήθος (Theodorakop) |
- η μνημειακή αρχιτεκτονική... στους κόλπους της θα μπορούσε να αδελφώση τις άλλες (Papanoutsos) |
- συγκλίνοντας η θεωρητική και η πρακτική φιλοσοφία του αδελφώθηκαν αρμονικά μέσα στο ίδιο σύστημα (id.) |
- poem εσύ 'σαι το υπνοβότανο το θείο που αδερφώνει | τους κόσμους τον απάνου και τον κάτου (Palam) |
- και μια χαρά αδελφώθηκαν | η Mνήμη και η Λήθη (Xydis)
- ⓑ intr be reconciled (syn συμφιλιώνομαι):
- αδέρφωσα με τον εχθρό μου
- ③ region. nest, join (syn συναρμόζω, φιλιάζω):
- αδερφώνω τα ξύλα
[der of αδελφός]
- ① trans unite in close friendship, make (others) into close friends, bring into fellowship, fraternize: