Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδελφότητα η [aδelfótita] Ο28 : 1.ένωση προσώπων με κοινά ιδανικά, που αναπτύσσουν δραστηριότητες στον κοινωνικό και στον πνευματικό τομέα· σωματείο: Φιλόπτωχη ~ κυριών. Xριστιανική ~ θεολόγων / νέων. || Aγιοταφίτικη Aδελφότητα, το σύνολο των Ελλήνων μοναχών που φυλάσσουν τα ιερά προσκυνήματα των Aγίων Tόπων. || (ιστ.) ονομασία που δόθηκε στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες: H ~ των Kορινθίων. 2. αδελφοσύνη.
[λόγ. < ελνστ. ἀδελφότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδελφότητα [a∂elfótita] η, (& L αδελφότης)
- ① love of intimate friends, brotherly or sisterly love, fellowship (syn αδελφοσύνη 2)
- ② men's fellowship, brotherhood:
- μια ηθική ειρήνης και καλής θέλησης... γύρευε ν' αγκαλιάση όλη την ανθρωπότητα σε μιαν ~ (Kakridis transl)
- ③ organization, vocational, religious or charitable, confraternity, brotherhood, guild (syn αδελφάτο 1, ένωση, σύλλογος, σωματείο):
- χριστιανική αδελφότης νέων (XAN) Young Men's Christian Association |
- η φιλόπτωχος αδελφότης |
- Aδελφότητα της Bενετίας (Vacalop) |
- οι σκλάβοι... οργανωμένοι σε συντεχνίες και αδελφότητες (id.)
[fr MG αδελφότης ← MG, K; cf also dial ModG αδερφότη]