Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδελφότεκνος ο· αδελφοτέκνος.
-
- O γιος του αδελφού ή της αδελφής, ανιψιός:
- αδελφότεκνος της ρήγαινας, υιός της αδελφής της (Mαχ. 4222).
[<ουσ. αδελφότεκνον. T. αδερφότεχνος σήμ. κυπρ.]
- O γιος του αδελφού ή της αδελφής, ανιψιός: