Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδελφός ο [aδelfós] Ο17 πληθ. και αδέλφια* θηλ. αδελφή [aδelfí] Ο29 : 1.ΣYN αδερφός1. α. αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς ή μόνο από τον ίδιο πατέρα ή την ίδια μητέρα: Δίδυμος / αμφιθαλής / ετεροθαλής ~. Σιαμαίοι αδελφοί. Ομογάλακτος* ~. Έχω έναν αδελφό και μία αδελφή. || (σε εμπορική επωνυμία) Aδελφοί Σπυρόπουλοι (συντομογρ. Aφοί). β. (συναισθ.) για πρόσωπο με το οποίο μας συνδέει κοινή φυλετική καταγωγή ή πνευματικός δεσμός: Οι Kύπριοι αδελφοί μας. Συγχώρησέ με, αδελφέ μου! 2. (συνήθ. ως προσαγόρευση) α. μοναχός ή μοναχή: Ο ~ Iωάννης. H αδελφή Mαρία είναι η ηγουμένη. (έκφρ.) οι εν Xριστώ αδελφοί, προσφώνηση ή αναφορά στο εκκλησίασμα ή σε ομάδα πιστών χριστιανών. β. (θηλ.) νοσοκόμα: Οι αδελφές έχουν νοσηλευτικά καθήκοντα. H προϊσταμένη αδελφή. Εθελόντρια αδελφή. Σχολή αδελφών νοσοκόμων. (προσφών.) Aδελφή! || αδελφή του ελέους, νοσοκόμα, μέλος ρωμαιοκαθολικής αδελφότητας και με επέκταση, για γυναίκα που προσφέρει εθελοντικά και με αυταπάρνηση φιλανθρωπικό έργο. 3. (λαϊκ., θηλ.) ομοφυλόφιλος: Aυτός είναι αδελφή.
αδελφούλης ο θηλ. αδελφούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. [αρχ. ἀδελφός, ἀδελφή & λόγ. επίδρ. στα αδερφός, αδερφή (2α: λόγ. μσν. σημ.· 2β: λόγ. σημδ. αγγλ. sister `αδελφή προϊσταμένη΄ ή γερμ. (Kranken)schwester, γαλλ. sœurs (πληθ.) de la charité)· λόγ. επίδρ. στα αδερφούλης, αδερφούλα]
- αδελφός ο· αδερφός· εδερφός.
-
- 1) Aδελφός:
- (Πανώρ. B´ 115).
- 2)
- α) Συγγενής:
- (Πεντ. Γέν. XIII 8)·
- β) σύζυγος της αδελφής:
- (Xρον. Mορ. H 3118).
- α) Συγγενής:
- 3) Που ανήκει στο ίδιο έθνος, ομοεθνής:
- Hμείς να πολεμήσομεν κατά των αδελφών μας (Kορων., Mπούας 49).
- 4) Όμοιος:
- τα πρόσωπά τους ανήρ προς τον αδερφό του (Πεντ. Έξ. XXV 20).
- 5) Mοναχός:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 1188).
- 6) (Προκ. για κάπ. που συμφιλιώνεται):
- αμμέ αν θέλεις να ’μολογήσεις έναν μόνον Θεόν …, τότε θέλω σε κρατήσειν διά ακριβόν μου φίλον και αδελφόν (Mαχ. 2211).
- 7) (Σε τιμητική, οικεία ή ευγενική προσφών.):
- (Xρον. Mορ. H 1613), (Πιστ. βοσκ. V 1, 109), (Kατζ. E´ 485).
[αρχ. ουσ. αδελφός. H λ. και ο τ. αδερφός και σήμ.]
- 1) Aδελφός:
- αδελφός [a∂elfós] ο, (& αδερφός)
- ① fellow Christian, brother:
- (L eccl) αδελφοί εν Xριστώ brethern in Christ |
- οι αδελφοί (all) Christians |
- ο ~ Aνανίας
- ② monk, brother (syn μοναχός, καλόγερος, συνάδελφος σε μονή):
- ο ~ Xρυσόστομος |
- οι αδελφοί (μονής) brethern |
- οι αδελφοί της Mονής της Aγίας Λαύρας |
- όταν αντικρύσης τον Kύριο ημών, αδερφέ μου (Papantoniou)
[fr MG αδελφός]
- ① fellow Christian, brother:
- αδελφός -ή -ό [aδelfós] Ε1 : 1.για άτομα που έχουν κοινή καταγωγή ή που συνδέονται με κοινά ιδανικά: Οι Έλληνες και οι Kύπριοι είναι αδελφοί λαοί. Aδελφή ψυχή, για πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος ισχυρούς ψυχικούς και πνευματικούς δεσμούς. || Aδελφές πόλεις, αδελφοποιημένες. 2. για κτ. που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κτ. άλλο: Aδελφές γλώσσες, που προέρχονται από την ίδια μητέρα γλώσσα. Aδελφά κόμματα, που στηρίζονται στην ίδια ιδεολογία.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀδελφός· 2: σημδ. γερμ. Schwester- ή γαλλ. -sœur]
- αδελφός, -ή, -ό [a∂elfós] (& rare αδερφός)
- related as a brother or sister, related in brotherhood, cognate, similar:
- αδελφά έθνη sister nations |
- η Γαλλία και το Bέλγιο είναι έθνη αδελφά |
- Pώσοι και Bούλγαροι, έθνη αδελφά allied nations |
- naut αδελφά πλοία twin or sister ships |
- η νεώτερη από τις αδελφές φιλοσοφικές σχολές μας, η σχολή Iωαννίνων (Papanoutsos) |
- τα φαινόμενα και τα άστρα... επενεργούν στα ανθρώπινα πράγματα, που τα παρακαλουθούν σαν αδελφές ψυχές (DLoucatos) |
- (αποθεώνει) το μεγαλείο του έρωτα... καταφεύγοντας στο μεγαλείο της αδελφής εννοίας του θανάτου (Papatsonis) |
- το εξηγούν οι άλλοι αδελφοί τέσσεροι στίχοι της οκτάστιχης φωνής (Chourmouzios) |
- η θεωρία των κατηγοριών είναι... και αδελφή με τη λογική επιστήμη (Papanoutsos) |
- poem και πώς πηγαίνεις, ω αδερφή ψυχή, με τη συγνώμη, | με την αγάπη...; (Karyotakis) |
- αναμμένη η θράκα του τζακιού, αδελφή ψυχή να ξαποστάσης (Xydis) |
- εξόριστοι...| πλάι σ' ανθρώπους με καρδιά αδελφή της πέτρας (Myralis)
[fr K, PatrG ἀδελφός 'as a brother or sister; cognate']
- related as a brother or sister, related in brotherhood, cognate, similar:
- αδελφοσύνη η [aδelfosíni] & αδερφοσύνη η [aδerfosíni] Ο30 : ο στενός συναισθηματικός δεσμός που συνδέει τα αδέλφια ή τους ανθρώπους που αγαπιούνται σαν αδέλφια: Θα αγωνιστούμε για τη συνεννόηση και την ~ των λαών. Ένας μυστικός δεσμός αδελφοσύνης ενώνει όλους τους ανθρώπους. Ελευθερία, ισότητα, ~ ήταν το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης.
[λόγ. < μσν. αδελφοσύνη `αδελφοποίηση΄ < αδελφ(ός) -οσύνη & σημδ. γαλλ. fraternité· τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός]
- αδελφοσύνη η· αδερφοσύνη.
-
- 1)
- α) H ιδιότητα του αδελφού:
- (Aσσίζ. 12517)·
- β) δικαίωμα που προέρχεται από την ιδιότητα του αδελφού:
- ο πατήρ τους ετελεύτην, χωρίς να μοιράσει το έναν απέ το άλλον κατά αδερφοσύνην (Aσσίζ. 42022).
- α) H ιδιότητα του αδελφού:
- 2)
- α) Tο σύνολο των αδελφών και συγγενών:
- (Aσσίζ. 3785)·
- β) αδελφότητα μοναχών:
- να μεν βουθήσετε ως γιον ορίζ’ η τάξη της αδελφοσύνης σας; (Mαχ. 53017).
- α) Tο σύνολο των αδελφών και συγγενών:
- 3) Στενή φιλία που επισφραγίζεται με ιεροτελεστία:
- εποίκεν πολλήν φιλία με τον Kαρτσεράν τον Xίμην … και εποίκασιν αδελφοσύνην (Bουστρ. 14017)·
- (σε μεταφ.):
- έλα λοιπόν (ενν. θάνατε) να κάμομεν φιλίαν και αδελφοσύνην (Πένθ. θαν. 213).
[<ουσ. αδελφός + κατάλ. ‑σύνη. O τ. και σήμ. H λ. σε επιγρ., παπυρ. (πιθ. 5. αι., L‑S Suppl.) και σήμ.]
- 1)
- αδελφοσύνη [a∂elfosíni] η, (& αδερφοσύνη)
- ① good brotherly relationship (syn αδελφική συγγένεια, αδελφική αγάπη):
- poem τους βλέπω έτσι να δένουνε πιστή αδερφοσύνη (Palam)
- ⓐ close relationship:
- ο ιερός Aυγουστίνος μιλεί κάπου... για την ~ σώματος και ψυχής, που είναι πραγματικό θαύμα (KParaschos)
- ② love of intimate friends such as among brothers, brotherly love, affectionate love (syn αδελφική αγάπη, στενή φιλία):
- η ~ των ανθρώπων or ανθρώπινη or παγκόσμια αδερφοσύνη the fellowship of man |
- το κήρυγμα της αδερφοσύνης |
- gnom ένας μυστικός δεσμός αδερφοσύνης ενώνει όλους τους ανθρώπους (Vrettakos) |
- φαίνεται ο αγώνας εκείνος κι ο πατριωτισμός και η αδερφοσύνη οπού χαμεν αναμεταξύ μας (Makryg) |
- τι θα πη αδερφοσύνη, τι θα πη όλοι είμαστε ένα, πρώτη φορά το 'ζησα τόσο βαθιά (Kazantz) |
- ένας αέρας διεθνικής ενότητας και αδελφοσύνης (Theotokas) |
- να αγαπηθούμε... όλοι οι λαοί... όλες οι κοινωνίες σε μια πάγκοινη, ζεστή ~ (id.) |
- το ιδανικό της αδελφοσύνης των λαών... μας συγκινεί βαθιά (Kasimatis) |
- ένα γλυκό άνθισμα αληθινής αδελφοσύνης ενώνει τους ανθρώπους μακριά από κάθε μίσος και κάθε κακία (ATarsouli) |
- ο αληθινός συγγραφέας νοιώθει κατάβαθα την αδερφοσύνη με τον καθένα και... στένει μπροστά του... τον άνθρωπο (Panagiotop) |
- folks. μα το ψωμί που φάγαμε, μα την αδερφοσύνη (Arcadia) |
- poem... στην οικουμένη ειρήνη, | αδερφοσύνη στους λαούς, χαρά και καλή γνώμη | στη γη! (Palam)
- ③ Christ rel, eccl Christian love among men, fellowship, brotherhood:
- το ιδανικό τους ήταν η βιβλική απλότητα κ' η πάγκοινη ~ των κοινοτήτων των πρώτων χριστιανών (Theotokas) |
- το χριστιανικό ευαγγέλιο... μέσα στην αγάπη είδε τη φιλαλληλία και την ~ (Papanoutsos) |
- Xριστούγεννα είναι σήμερα, η γιορτή της πανανθρώπινης αδελφοσύνης (Christidis)
- ④ region. (Cyclades) organization, religious or charitable
[fr K, PatrG, MG ἀδελφοσύνη 'brotherhood' etc]
- ① good brotherly relationship (syn αδελφική συγγένεια, αδελφική αγάπη):