Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδελφοσύνη η [aδelfosíni] & αδερφοσύνη η [aδerfosíni] Ο30 : ο στενός συναισθηματικός δεσμός που συνδέει τα αδέλφια ή τους ανθρώπους που αγαπιούνται σαν αδέλφια: Θα αγωνιστούμε για τη συνεννόηση και την ~ των λαών. Ένας μυστικός δεσμός αδελφοσύνης ενώνει όλους τους ανθρώπους. Ελευθερία, ισότητα, ~ ήταν το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης.
[λόγ. < μσν. αδελφοσύνη `αδελφοποίηση΄ < αδελφ(ός) -οσύνη & σημδ. γαλλ. fraternité· τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός]
[Λεξικό Κριαρά]
- αδελφοσύνη η· αδερφοσύνη.
-
- 1)
- α) H ιδιότητα του αδελφού:
- (Aσσίζ. 12517)·
- β) δικαίωμα που προέρχεται από την ιδιότητα του αδελφού:
- ο πατήρ τους ετελεύτην, χωρίς να μοιράσει το έναν απέ το άλλον κατά αδερφοσύνην (Aσσίζ. 42022).
- α) H ιδιότητα του αδελφού:
- 2)
- α) Tο σύνολο των αδελφών και συγγενών:
- (Aσσίζ. 3785)·
- β) αδελφότητα μοναχών:
- να μεν βουθήσετε ως γιον ορίζ’ η τάξη της αδελφοσύνης σας; (Mαχ. 53017).
- α) Tο σύνολο των αδελφών και συγγενών:
- 3) Στενή φιλία που επισφραγίζεται με ιεροτελεστία:
- εποίκεν πολλήν φιλία με τον Kαρτσεράν τον Xίμην … και εποίκασιν αδελφοσύνην (Bουστρ. 14017)·
- (σε μεταφ.):
- έλα λοιπόν (ενν. θάνατε) να κάμομεν φιλίαν και αδελφοσύνην (Πένθ. θαν. 213).
[<ουσ. αδελφός + κατάλ. ‑σύνη. O τ. και σήμ. H λ. σε επιγρ., παπυρ. (πιθ. 5. αι., L‑S Suppl.) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδελφοσύνη [a∂elfosíni] η, (& αδερφοσύνη)
- ① good brotherly relationship (syn αδελφική συγγένεια, αδελφική αγάπη):
- poem τους βλέπω έτσι να δένουνε πιστή αδερφοσύνη (Palam)
- ⓐ close relationship:
- ο ιερός Aυγουστίνος μιλεί κάπου... για την ~ σώματος και ψυχής, που είναι πραγματικό θαύμα (KParaschos)
- ② love of intimate friends such as among brothers, brotherly love, affectionate love (syn αδελφική αγάπη, στενή φιλία):
- η ~ των ανθρώπων or ανθρώπινη or παγκόσμια αδερφοσύνη the fellowship of man |
- το κήρυγμα της αδερφοσύνης |
- gnom ένας μυστικός δεσμός αδερφοσύνης ενώνει όλους τους ανθρώπους (Vrettakos) |
- φαίνεται ο αγώνας εκείνος κι ο πατριωτισμός και η αδερφοσύνη οπού χαμεν αναμεταξύ μας (Makryg) |
- τι θα πη αδερφοσύνη, τι θα πη όλοι είμαστε ένα, πρώτη φορά το 'ζησα τόσο βαθιά (Kazantz) |
- ένας αέρας διεθνικής ενότητας και αδελφοσύνης (Theotokas) |
- να αγαπηθούμε... όλοι οι λαοί... όλες οι κοινωνίες σε μια πάγκοινη, ζεστή ~ (id.) |
- το ιδανικό της αδελφοσύνης των λαών... μας συγκινεί βαθιά (Kasimatis) |
- ένα γλυκό άνθισμα αληθινής αδελφοσύνης ενώνει τους ανθρώπους μακριά από κάθε μίσος και κάθε κακία (ATarsouli) |
- ο αληθινός συγγραφέας νοιώθει κατάβαθα την αδερφοσύνη με τον καθένα και... στένει μπροστά του... τον άνθρωπο (Panagiotop) |
- folks. μα το ψωμί που φάγαμε, μα την αδερφοσύνη (Arcadia) |
- poem... στην οικουμένη ειρήνη, | αδερφοσύνη στους λαούς, χαρά και καλή γνώμη | στη γη! (Palam)
- ③ Christ rel, eccl Christian love among men, fellowship, brotherhood:
- το ιδανικό τους ήταν η βιβλική απλότητα κ' η πάγκοινη ~ των κοινοτήτων των πρώτων χριστιανών (Theotokas) |
- το χριστιανικό ευαγγέλιο... μέσα στην αγάπη είδε τη φιλαλληλία και την ~ (Papanoutsos) |
- Xριστούγεννα είναι σήμερα, η γιορτή της πανανθρώπινης αδελφοσύνης (Christidis)
- ④ region. (Cyclades) organization, religious or charitable
[fr K, PatrG, MG ἀδελφοσύνη 'brotherhood' etc]
- ① good brotherly relationship (syn αδελφική συγγένεια, αδελφική αγάπη):