Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδελφοποιία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδελφοποιία η [aδelfopiía] Ο25 : αδελφοποίηση.

[λόγ. αδελφο- + -ποιία]

[Λεξικό Κριαρά]
αδελφοποιία η.
  • Σύσταση αδελφικού δεσμού μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων:
    • (Bακτ. αρχιερ. 137).

[<αδελφοποιώ (4.-5. αι., DGE) + κατάλ. ία. H λ. τον 9. αι.· βλ. και LBG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδελφοποιία [a∂elfopiía] η, folkl
  • the linking of two unrelated persons in a fraternal bond, as in blood brotherhood or through church ceremony, concluding of (spiritual) brotherhood:
    • η ~ "ανυψώνει την φιλίαν εις δεσμόν αδελφικής αγάπης" (Megas) |
    • λαχταρούσε να πραγματοποιήση ένα αρρενωπό ιδανικό, μια καθαρή φιλία ανάμεσα σε άντρες, μιαν ~ inter pares (Prevelakis)

[fr MG ← PatrG ἀδελφοποιία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες