Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδελφοποίηση η [aδelfopíisi] Ο33 : έθιμο κατά το οποίο άτομα ή σύνολα ατόμων, που δε συνδέονται με συγγένεια αίματος, ενώνονται με αδελφικούς δεσμούς, κατά τη διάρκεια μιας ιεροτελεστίας, και υπόσχονται αμοιβαία αγάπη και προστασία. || σύνδεση δύο πόλεων, που ανήκουν στο ίδιο ή σε διαφορετικό κράτος, με δεσμούς φιλίας: Στο δημαρχείο της Θεσσαλονίκης έγινε η τελετή της αδελφοποίησης με την πόλη της Mασσαλίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀδελφοποίη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδελφοποίηση [a∂elfopíisi] η, folkl
- blood brotherhood or spiritual brotherhood (syn αδελφοποιία; cf αδερφοποιτός)
[fr PatrG ἀδελφοποίησις 'adoption as brother or sister', der of ἀδελφοποιῶ 'adopt as a brother or sister']