Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδελφοκτόνος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδελφοκτόνος -ος / -α -ο [aδelfoktónos] Ε14 : α.που οδηγεί σε φόνο αδελφού από αδελφό: Οι αδελφοκτόνες συγκρούσεις μέσα στις οικογένειες των ηγεμόνων και των βασιλιάδων ήταν συχνές. || (ως ουσ.) ο αδελφοκτόνος, θηλ. αδελφοκτόνος, ο φονιάς του αδελφού ή της αδελφής του: Ο Kάιν είναι ο πρώτος ~. β. για εμφύλια φονική διαμάχη: Οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι είναι από τους πιο σκληρούς και τραγικούς.

[λόγ. < αρχ. ἀδελφοκτόνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδελφοκτόνος1 [a∂elfoktónos] ο,
  • fratricide (& sororicide).
[Λεξικό Γεωργακά]
αδελφοκτόνος2, -α, -ο [a∂elfoktónos] (& αδελφοχτόνος)
  • ① murdering a brother or sister, fratricidal, sororicidal:
    • ~ αντιζηλία fratricidal jealousy |
    • οι αδελφοκτόνες συγκρούσεις μέσα στη βασιλική οικογένεια ήταν συχνές (MChatzidakis) |
    • ξέρεις σε τι κατράμια βράζουν οι αδερφοκτόνοι; (Prevelakis)
  • ② of a civil or world-wide war, fratricidal:
    • ~ εμφύλιος πόλεμος fratricidal civil war |
    • δύσκολες δοκιμασίες περιμένουν τον K. μπρος στον αδελφοκτόνο αγώνα (Prevelakis) |
    • αφορμές μονάχα ήσαν... οι αδελφοκτόνες προτιμήσεις μεταξύ των αποικιών (Papatsonis) |
    • poem είν' η αλυσίδα που τη γέννησαν | τα εγκλήματα τ' αδερφοχτόνα (Skipis) |
    • δεν υπάρχουν πια σκιές αδελφοκτόνες (Pyliotis)

[fr K, AG ἀδελφοκτόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες