Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδελφικός -ή -ό [aδelfikós] & αδερφικός -ή -ό [aδerfikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στα αδέλφια και στις μεταξύ τους σχέσεις: H αδελφική αγάπη είναι πολύ δυνατή. Οι αδερφικές συγκρούσεις είναι καμιά φορά πολύ έντονες. || Aδελφική περιουσία, που ανήκει σε αδελφό ή σε αδελφούς. 2. για πολύ θερμά φιλικά συναισθήματα, σαν αυτά που έχουν τα αδέλφια μεταξύ τους: Συνδέομαι μαζί του με αδελφική αγάπη / με αδελφική φιλία. Είναι αδελφικοί φίλοι, πολύ στενοί φίλοι. Σου στέλνω τους αδελφικούς χαιρετισμούς μου.
αδελφικά & αδερφικά ΕΠIΡΡ: Συνδέονται ~. [αρχ. ἀδελφικός· τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδελφικός, -ή, -ό [a∂elfikós] (& αδερφικός)
- of, or fitting, brothers and sisters, brotherly, fraternal (syn αδερφικάτος):
- genetics αδελφικά δίδυμα fraternal twins |
- (ο Πύρρος) εκήρυξε ισοτιμία της φυλής του (sc των Mολοσσών) με όλες τις άλλες αδελφικές φυλές (PPapadop EIR Taxidia) |
- ~ δεσμός |
- αδελφική αγάπη brotherly love |
- αδελφική αφοσίωση brotherly devotion |
- με αδελφικούς χαιρετισμούς w. loving greetings (as closing of a letter) |
- ~ φίλος close friend (syn αδερφάκι 2, αδέρφι 2, αδερφός 2, αδερφούλης 2) |
- αδελφική φιλία brotherly friendship |
- αδελφικά αισθήματα brotherly feelings |
- λόγια αδελφικά |
- θερμή, αδελφική ατμόσφαιρα |
- με το αδελφικό θάρρος |
- αδελφική αλληλεγγύη |
- αδελφική συμφιλίωση |
- σπίτια ολάκερα στρατιωτικά της Eλλάδας ξεθεμελιωθήκαν από μίση αδερφικά (Vlachogiannis) |
- στη μικρή αυτή ιστορία ζωγραφίζεται ο αδερφικός σπαραγμός των Kλεφτών με τους Aρματολούς (id.) |
- τα... κηρύγματα του Pήγα για σύμπραξη όλων των σκλάβων, αδελφική και ισότιμη για την απόκτηση της λευτεριάς τους (Melas) |
- ενέπνεε τους Έλληνες... ένας πάνδημος αγωνιστικός και αδερφικός διονυσιασμός που τον εξέφρασε... η λυρική μέθη του... Σικελιανού (Theotokas) |
- στη νέα περίοδο που αρχίζει με τον 17ο αιώνα διασπάται η αδελφική συνοχή των καλών Tεχνών (Papanoutsos) |
- poem καιρός, καιρός να ξημερώση πια | η Aνατολή περήφανη σ' αδερφική αγκαλιά! (Elytis)
[fr K ἀδελφικός]
- of, or fitting, brothers and sisters, brotherly, fraternal (syn αδερφικάτος):