Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδελφικά [a∂elfiká] (& αδερφικά) adv
- in a brotherly or sisterly way, candidly and affectionately (syn σαν αδέρφια, αδερφικάτα, στοργικά):
- ζούμε, εργαζόμαστε, περνάμε ~ |
- οι Πολίτες ζούνε όσο μπορούνε αδερφικά με τον Tούρκο (Psichari) |
- μοιραζόνταν τα κέρδη αδερφικά (Xenop) |
- με συμβούλεψε ~ (Lountemis) |
- του έσφιξε ~ το χέρι (Chourmouziadis) |
- poem μ' αγκαλιάζει αδερφικά και λιγώνει από χαρά (Solom) |
- αυτός θα σμίξη αδερφικά την Πόλη | με την Aθήνα (Palam) |
- ν' ανακατώνουνται, να γίνουντ' ένα, | να κουβεντιάζουνε ~ (id.)
[der of αδελφικός]
- in a brotherly or sisterly way, candidly and affectionately (syn σαν αδέρφια, αδερφικάτα, στοργικά):