Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδελφή η· αδερφή.
-
- 1) Aδελφή:
- (Πανώρ. Aφ. 47).
- 2) (Για δήλωση ομοιότητας):
- να κολλήσεις τα βηλάρια γεναίκα προς την αδερφή της με τα κομπιά (Πεντ. Έξ. XXVI 6).
- 3) Φίλη:
- (Πιστ. βοσκ. II 1, 164).
[αρχ. ουσ. αδελφή. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1) Aδελφή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδελφή [a∂elfí] η, (& rare αδερφή)
- ① nurse:
- ~ νοσοκόμος (army) nurse (syn νοσοκόμα, L νοσοκόμος) |
- ~ του Eρυθρού Σταυρού |
- επισκέφθηκα τον άρρωστο, συνοδευμένος από την ~ |
- θα έφτανε να διδαχτή η ~ πώς να δίνη τις πρώτες βοήθειες σε ξαφνικά παθήματα (Saratsis)
- ② nun, sister (syn καλόγρια, μοναχή):
- η ~ Mαρία |
- poem [ένας Άγγελος:] Xαίρε, ~! μ' αρέσουνε | της όψης σου οι χλωμάδες (Solom)
- ⓐ Cath church η ~ του ελέους Sister of Charity; nursing nun [loan transl fr Fr soeur de charité]:
- poem... είναι ψυχές... σαν αδερφές του ελέους, στο σκοτάδι | της νύχτας σού κρατάνε συντροφιά (Skipis)
[cf also αδερφή]
- ① nurse: