Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδελφάτο το [aδelfáto] Ο39 : 1.ονομασία διοικητικού συμβουλίου που εποπτεύει τη λειτουργία αγαθοεργών ιδρυμάτων: Το ~ του γηροκομείου / του βρεφοκομείου. 2. (παρωχ., μειωτ.) οργάνωση προσώπων που συνδέονται με κοινά ενδιαφέροντα και με κοινές δραστηριότητες.
[λόγ. < μσν. αδελφάτον < αδελφ(ός) -άτον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδελφάτο [a∂elfáto] το, (& αδερφάτο)
- ① organization of persons linked w. common interests, education, cultural, professional, or charitable, brotherhood, fraternity (syn αδελφότητα 3):
- να 'χη εταιρίες, αδερφάτα, συναστροφές (Psichari) |
- hist δρουν... και οι αδελφότητες ή τα αδελφάτα..., οι οποίες αποβλέπουν κυρίως στην... ενίσχυση αναξιοπαθών μελών και γενικά σε αγαθοεργούς σκοπούς (Vacalop) |
- οι επαγγελματίες, φανατικοί στα αδελφάτα και τις κλίκες τους, δεν συγχωρούν ποτέ τον κάθε ερασιτέχνη προσήλυτο στα εδάφη τους (Papatsonis)
- ⓐ anc hist class (syn φατρία):
- οι οικογένειες των ευγενών ήταν χωρισμένες σε φατρίες ή αδελφάτα (Kakridis transl)
- ② council of a charitable institution (syn [διοικητικό] συμβούλιο, επιτροπή):
- ~ εκκλησίας, γηροκομείου, νοσοκομείου, πτωχοκομείου.
- ① organization of persons linked w. common interests, education, cultural, professional, or charitable, brotherhood, fraternity (syn αδελφότητα 3):