Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδεκαρία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδεκαρία η [aδekaría] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) πλήρης ή πολύ μεγάλη έλλειψη χρημάτων· απενταρία: Έχω κάτι αδεκαρίες!

[αδέκαρ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδεκαρία [α∂ekaría] η,, colloq
  • utter lack of money (syn απενταρία, αναπαραδιά, αψιλία):
    • έχω ~ |
    • έχει μια ~ που δεν ξέρει τι θα γίνη! he is so broke he doesn't know what will happen to him! |
    • έχουμε κτ αδεκαρίες τελευταία, που πρέπει να πιάσουμε δουλειά

[der of αδέκαρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες