Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδειούχος [a∂iúxos] ο, η,, (also αδειούχα η,)
- person on leave or on holiday, vacationer:
- ~ στρατιώτης a soldier on leave |
- navy ~ libertyman |
- milit οι αδειούχοι men on furlough |
- θυμούμαι τα βαπόρια..., τους αδειούχους φαντάρους και ναύτες (Theotokas)
[cpd of άδεια & -ούχος]
- person on leave or on holiday, vacationer:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδειούχος -ος / -α -ο [aδiúxos] Ε14 : 1.που έχει πάρει άδεια από την εργασία του, που βρίσκεται σε άδεια: Πολλοί υπάλληλοι τους θερινούς μήνες είναι αδειούχοι. || (στρατ.) που έχει άδεια απουσίας από τη μονάδα όπου υπηρετεί: Οι αδειούχοι στρατιώτες οφείλουν να επιστρέψουν τα ξημερώματα της Δευτέρας. || (ως ουσ.) ο αδειούχος. 2. που έχει αποκτήσει την άδεια για να ασκήσει ένα επάγγελμα: ~ οδηγός φορτηγού / ηλεκτρολόγος.
[λόγ. άδει(α) + -ούχος]