Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδειανός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αδειανός, επίθ.
  • Kενός:
    • Tην χώρ’ αφήκαν αδειανή κι εμπήκαν τα θηρία (Διακρούσ. 9526).

[<επίθ. άδειος + κατάλ. ανός. H λ. στο Meursius (αδιανό) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδειανός -ή -ό [aδjanós] Ε1 : άδειος: Tο ψυγείο / το πιάτο είναι αδειανό. Bρήκα μια αδειανή θέση. Tο σπίτι έμεινε αδειανό τρεις μήνες, ξενοίκιαστο. Tο σπίτι είναι αδειανό, όταν λείπουν τα παιδιά, λείπει η ζωντάνια που δίνει η παρουσία τους. Έφυγαν τα πουλιά και έμειναν οι φωλιές τους αδειανές.

[μσν. αδειανός < άδει(ος) -ανός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδειανός, -ή, -ό [a∂janós]
  • ① empty, vacant (syn άδειος 1, L κενός):
    • αδειανές τσέπες |
    • αδειανό κουτί (σεντούκι) |
    • αδειανό κρεβάτι |
    • αδειανή εκκλησία |
    • αδειανό θέατρο |
    • αδειανό σπίτι (παλάτι) |
    • αδειανές αποθήκες |
    • αδειανά δοχεία |
    • αδειανή στάμνα, αδειανό αγγείο, βαρέλι, παγούρι, πιάτο, σακκί |
    • αδειανό τουφέκι |
    • οι αδειανές κάλυκες των οβίδων (Myriv) |
    • idiom phr έρχεται (πάει) με χέρια αδειανά is coming (going) empty-handed (i.e., carrying nothing; fig having accomplished nothing [syn άπρακτος]) |
    • γύρισε για τρίτη φορά από τη Φραγκιά με χέρια αδειανά (Prevelakis) |
    • prov αδειανή κοιλιά τραγούδια δεν ξέρει an empty belly knows no songs, i.e. a hungry person cannot be cheerful |
    • τ' αδειανό βαρέλι πιο πολύ βροντάει an empty barrel makes more noise, i.e. empty or giddy persons make more noise about themselves |
    • με αδειανό στομάχι δουλειά δε γίνεται or αδειανό σακκί ορθό δε στέκεται a person w. an empty stomach cannot work |
    • αδειανό κεφάλι brainless, empty head (syn βλάκας) |
    • το δέος του Hamlet μπροστά στο αδειανό κρανίο (Papanoutsos) |
    • αδειανή πολυθρόνα empty armchair |
    • αδειανή θέση
  • ⓐ empty (not taken, free) seat;
  • ⓑ unfilled, vacant position:
    • είπε τους στίχους του μπροστά σε αδειανά καθίσματα (Palam) |
    • ~ θρόνος (του πάπα) |
    • αδειανό χτίριο unoccupied, tenantless building (syn ανοίκιαστο) |
    • αδειανά σπίτια, αδειανό παλάτι |
    • αδειανό δωμάτιο |
    • το τραπέζι ήταν αδειανό the table was bare (of food) (Kanellop) |
    • είπε... κοιτάζοντας τους άλλους με θλίψη και αδειανό βλέμμα (Terzakis) |
    • folks. να σου τσακίσω το σταμνί, | να πας στη μάνα σου αδειανή |
    • βρίσκει τον μύλον αδειανόν και το νερό κομμένο (DPetrop) |
    • poem του σπιτιού τ' ανθογυάλια τ' αδειανά (Palam) |
    • κ' είν' αδειανή σαν τάφος η αγκάλη σου, | ταφόπετρα το κρύο σου φιλί (Skipis) |
    • τώρα που λείπεις κι αδειανή | τη μνήμη σου αγκαλιάζω (Agras) |
    • καθώς γλυκά φυσά ο ουρανός μέσ' τ' αδειανό κοχύλι (Elytis) |
    • δε νοιώθανε πως είμαστ' αδειανοί χωρίς ιδανικά, χωρίς ψυχή (AKampas)
  • ⓒ empty, meaningless (syn άδειος 1b, κενός, κούφιος):
    • όλος ο κόσμος είναι ~ γι' αυτήν, ανούσιος, άχαρος, βαρύς σα μολύβι απάνω στα στήθια της (Travlantonis) |
    • αισθάνεται... τη ζωή του αδειανή, δίχως κανένα νόημα (Papanoutsos) |
    • οι (πραγματοποιήσιμες) αξίες... δεν είναι αδειανές, αφηρημένες μορφές..., αλλά αντικείμενα με ορισμένο περιεχόμενο (id.) |
    • το πρέπει... είναι μια εντελώς αδειανή μορφή ηθικού καθήκοντος (id.) |
    • οι στίχοι λαλούσανε στ' αφτιά του αδειανοί από νόημα (KPolitis) |
    • η χειρονομία του... είναι αδειανή από νόημα (Terzakis) |
    • αδειανά λόγια empty, meaningless words (syn άδεια λόγια) |
    • μια ακόμα από κείνες τις καταπληχτικές και αδειανές φράσεις του (Myriv)
  • ② not busy, unoccupied, free, of persons and time (syn άδειος 2, διαθέσιμος, εύκαιρος, χωρίς απασχόληση):
    • σήμερα είμαι ~, αύριο όχι |
    • δεν έχει μισή ώρα αδειανή για κολατσιό |
    • έχω ένα σωρό ώρες αδειανές, που δεν ξέρω τι να τις κάνω (Myriv)

[fr LMG αδειανός, der of άδειος q.v.; cf λιανός ← λειανός, der of λείος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες