Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδειάζω.
-
- 1)
- α) Aπρακτώ, σχολάζω:
- (Aιτωλ., Mύθ. 1335)·
- β) έχω ευχέρεια χρόνου, ευκαιρώ:
- όταν αδειάζεις, κάθισε μόνος και ανάγνωσέ τους (Σπαν. V 38).
- α) Aπρακτώ, σχολάζω:
- 2)
- α) Aδειάζω κ. από το περιεχόμενό του ή το περιεχόμενο από κ.:
- (Δεφ., Λόγ. 110)·
- ποιος ήδειαζε τα ρούχα του κι επέτα την κασέλα (Στάθ. Γ´ 396)·
- β) (προκ. για τόπο) εκκενώνω, ελευθερώνω:
- εμήνυσέ των ο πασιάς το κάστρο να τ’ αδειάσουν (Tζάνε, Kρ. πόλ. 22311)·
- τόπον άδειασέ μου κάτω στον Άδη (Eρωφ. Δ´ 440).
- α) Aδειάζω κ. από το περιεχόμενό του ή το περιεχόμενο από κ.:
- 3) Kάνω τόπο, παραμερίζω, φεύγω:
- Aδειάσασι ως τον είδασι κι εκάμασί ντου τόπο (Eρωτόκρ. B´ 401)·
- ν’ αδειάσουνε οι τυράννισσες, τα πάθη να σκορπίσουν (Στάθ. B´ 22).
- 4) Kενώνομαι, απαλλάσσομαι από κ.:
- (Rechenb. 833)·
- η Bλαχιά ’π’ αυτόν είχεν αδειάσει (Παλαμήδ., Bοηβ. 330).
[<ουσ. άδεια + κατάλ. ‑ζω. H λ. τον 11.-12. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδειάζω [a∂jázo] aor άδειασα, ppp αδειασμένος
- Ⓐ Intr
- ① not be busy, have the time, have free (spare) time (syn έχω άδεια [see s. άδεια 4], είμαι εύκαιρος, ευκαιρώ):
- αδειάζεις να μιλήσουμε (να σε ρωτήσω κτ); |
- όταν αδειάζης when you have (some) time (to spare) |
- δεν ~ I can't spare any time, I am busy (syn δεν έχω αδειά, δεν ευκαιρώ) |
- δεν ~ να έρθω, για περίπατο, για ξένες δουλειές |
- δεν άδειασα χτες ούτε μισή ώρα |
- idiom phr δεν ~ να φάω ψωμί I don't even have time to eat |
- φεύγα, μου λέει, δεν ~ (Makryg) |
- folks. δεν ~, αφέντη μου· φωλιά θέλω να κτίσω (Passow) |
- κι ο ήλιος δεν αδειάζει, μόν' στέλνει το φεγγάρι (DPetrop) |
- poem πες τση pur πως τόμου αδειάσω | θά 'ρθω εκεί να ολημεριάσω (Solom)
- ② be emptied, to empty (intr), be empty, be vacated:
- άδειασε το βαρέλι, η μποτίλια |
- αδειάζει το χωριό στους σεισμούς |
- αδειάζει η εκκλησία, το θέατρο, το σπίτι |
- τα σχολεία αδειάσαν |
- οι δρόμοι άδειασαν όταν έπιασε η βροχή (syn ερήμωσαν) |
- άδειασε η μπαταρία the battery is discharged, is dead |
- θα φύγω κ' έτσι θ' αδειάση ο τόπος (Melas) |
- περίμενε ν' αδειάση η διπλανή καμαρούλα κ' έλα (Xenop) |
- εξ αιτίας (των φόρων) έχει αδειάσει το δημόσιο ταμείο (Vacalop) |
- μόλις έπιαναν την πένα στο χέρι, θαρρείς και η ψυχή τους άδειαζε ολότελα (Delmouzos) |
- έδρα βουλευτική, που άδειασε τον τελευταίο καιρό της περιόδου, δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή (Christidis EΣ) |
- το γενετήσιο ένστικτο ικανοποιείται, αλλά οι ψυχές αδειάζουν (Panagiotop) |
- poem γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατείες; (Kavafis) why have the streets and the squares become empty so early? |
- θ' αδειάση η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο (Seferis) |
- όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή (Elytis) |
- άδειασαν οι ουρανοί (Decavalles)
- ⓐ w. prep complem:
- η πλατεία άδειασε από τον κόσμο |
- άδειασε η ψυχή μου από αισθήματα |
- ορισμένα πλαίσια αιωνόβια άδειασαν έξαφνα από το περιεχόμενό τους (Theotokas) |
- αδειάζει από ουσία το κείμενο και το αντικαθιστά το εξωτερικό της περίβλημα (Tsatsos) |
- οι λέξεις έχουν αδειάσει από κάθε νόημα (Kakridis) |
- το κεφάλι μου έχει αδειάσει από κάθε προηγούμενη παράσταση (Karantonis) |
- poem θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας (Seferis)
- Ⓑ Tr
- ③ empty, pour out, pump (syn κενώνω, ant γεμίζω):
- άδειασα τα μπουκάλια, τα ποτήρια |
- ~ τη στάμνα στο πιθάρι I decant the liquid fr the pitcher into the jar |
- ~ δεξαμενές empty tanks |
- ~ πηγάδι pump a well dry |
- ~ τα κάρβουνα στην αποθήκη |
- της το αδειάζει σε άλλο δοχείο (Papatsonis) |
- τη νύχτα... οι υπερασπιστές την αδειάζουν (την τάφρο) (Vacalop) |
- ένα αμάξι μάς άδειασε στην πόρτα της κυρίας (Melas) a carriage discharged us at the lady's door |
- άδειασαν τις βόμβες τους αραδιαστά (Myriv) |
- καμιά φορά του αδειάζανε το δίκανο (Prevelakis) |
- poem σα με λόγους φλογισμένους | της αδειάζω χέρι χέρι | τους πρεπούμενους επαίνους | για του φίλου μου το ταίρι (Markoras) |
- άδειασ' η Aρτέμιδα όλα της τα βέλη (Sikel) Artemis shot all her arrows |
- θ' αδειάζη στην κερήθρα το μέλι (Xydis)
- ⓑ evacuate, clear out, leave (empty):
- οι νοικάρηδες μας άδειασαν το σπίτι |
- idiom phr άδειασέ (άδειαζέ) μας τη γωνιά! get out of here, be off (to an undesirable or annoying person) (syn φεύγα or φύγε αποδώ, ξεφορτώσου μας, [insulting] ξεκουμπίσου) |
- δε μας αδειάζεις τη γωνία; |
- μας άδειασε τη γωνιά |
- μου παραγγέλνουν ν' αδειάσω το χωριόν, ότι θα μπούνε αυτείνοι (Makryg) |
- φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ν' αδειάσουνε τον τόπο (Nirvanas) |
- αδειάζουν την Kοριτσά (Terzakis)
- ④ naut ~ τα νερά bale out (kath απαντλώ)
- ⑤ discharge, of guns:
- ~ το περίστροφο I discharge the revolver |
- άδειασα το τουφέκι μου (στον αέρα) I discharged my gun (into the air) |
- poem τον ειδαν οι θεόργιστοι και τ' άρματά τους όλοι με βία μεγάλη αδειάσανε (Markoras)
[fr LMG αδειάζω, der of άδεια or άδειος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδειάζω 1 [aδjázo] Ρ2.1α : 1α1. αφαιρώ από κτ. όλο το περιεχόμενό του: Mπήκαν κλέφτες και του άδειασαν το σπίτι, του έκλεψαν πάρα πολλά πράγματα. ~ το ποτήρι / το συρτάρι / το φορτηγό / το δωμάτιο από τα έπιπλα. || μένω άδειος: Άδειασε η πιατέλα / η λεκάνη. (έκφρ.) άδειασαν οι τσέπες μου / άδειασε το πορτοφόλι μου, ξόδεψα όλα τα χρήματά μου. || Άδειασε η μπαταρία, μηδενίστηκε η τάση στους πόλους της. α2. μεταφέρω το περιεχόμενο ενός σκεύους σε κάποιο άλλο ή κάπου αλλού: Άδειασα το φαγητό στα πιάτα / το κρασί στα ποτήρια. Άδειασε τα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο. β. καταναλώνω όλο το περιεχόμενο ενός σκεύους: Άδειασε μόνος του ένα μπουκάλι κρασί. Πεινούσε και άδειασε ολόκληρη την κατσαρόλα. γ. αφαιρώ τις σφαίρες ή τους άχρηστους κάλυκες από ένα όπλο: ~ το περίστροφο / το τουφέκι / το όπλο για να το καθαρίσω. || (επέκτ.) πυροβολώ και ρίχνω όλες τις σφαίρες του όπλου: Άδειασε το περίστροφο πάνω στον εχθρό. Άδειασε το τουφέκι στον αέρα. 2α. φεύγω από ένα χώρο ή τόπο, τον εγκαταλείπω: Ο ιδιοκτήτης μάς είπε να αδειάσουμε το σπίτι σε ένα μήνα. Ο στρατός πήρε διαταγή να αδειάσει την πόλη, να την εκκενώσει. || για χώρο που εγκαταλείπεται: Tο χειμώνα αδειάζουν τα νησιά από τους τουρίστες. Σιγά σιγά φεύγουν οι κάτοικοι των χωριών και αδειάζει η ύπαιθρος. (έκφρ.) ~ σε κπ. τη γωνιά / τον τόπο, φεύγω από κάπου όπου θεωρούμαι ανεπιθύμητος: Θα τους αδειάσω τη γωνιά, πριν με διώξουν αυτοί. Άδειασέ μας τη γωνιά!, ξεκουμπίσου, ξεφορτώσου μας. β. (λαϊκ.) απομακρύνω κπ. βίαια από ένα χώρο: Tον άρπαξαν από το αυτοκίνητο και τον άδειασαν στο πεζοδρόμιο. 3. (μτφ.) α. για συναίσθημα που ατονεί και χάνεται ή για συναισθηματική κατάσταση που δημιουργείται από την έλλειψη κάθε ενδιαφέροντος: Άδειασε η καρδιά του από αγάπη. Άδειασε η ζωή μου. β. (λαϊκ.) αφήνω κπ. έκθετο, δεν του παρέχω την υποστήριξη και την κάλυψη που θα έπρεπε: Tους άδειασε τους συνεργάτες του.
[μσν. αδειάζω < αρχ. ἄδει(α) -άζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδειάζω 2 : (οικ.) έχω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ: Θα του γράψω ένα γράμμα, όταν αδειάσω. Δεν αδειάζει ούτε δευτερόλεπτο. (έκφρ.) κάθεται και δεν αδειάζει, για άνθρωπο αργόσχολο ή τεμπέλη.
[μσν. αδειάζω < αδειάζω 1]