Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδείπνητος, επίθ.
-
- Που δε δείπνησε:
- ανιμένει ν’ ακούσει τον τραγουδιστή κι αδείπνητη απομένει (Eρωτόκρ. A´ 744).
[<στερ. α‑ + δειπνώ. H λ. τον 11. αι. (LBG), στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που δε δείπνησε:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδείπνητος, -η, -ο [a∂ípnitos]
- not having had supper:
- κοιμήθηκε (έπεσε) ~ he went to bed without supper
[cpd w. *δειπνητός: δειπνώ]
- not having had supper: