Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδείλιαστα, επίρρ.
-
- Άφοβα:
- να απαντήσει αδείλιαστα του Xάρου το δρεπάνι (Λίμπον. 327).
[<επίθ. αδείλιαστος]
- Άφοβα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδείλιαστα [a∂íljasta] adv
- intrepidly, fearlessly (syn άφοβα):
- ο Kωσταντής... μπήκε ~ μπροστά και χώθηκε σε μια στενοποριά (Prevelakis) |
- ο πολιτικός έχει χρέος να λέη πάντα ~ τη γνώμη του (id.) |
- poem στο φριχτό ατσαλοδόντικο απάνω θεριό | πήγε ~ κ' έπεσε αμέσως (Stavrou Ar)
[fr postmed αδείλιαστα, der of αδείλιαστος]
- intrepidly, fearlessly (syn άφοβα):