Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδασμολόγητος -η -ο [aδazmolójitos] Ε5 : για κτ. που δεν έχει δασμολογηθεί σύμφωνα με το νόμο ή που δεν υπόκειται σε δασμό, που είναι αφορολόγητο: Πουλάει λαθραία, αδασμολόγητα προϊόντα. Tο τυπογραφικό χαρτί είναι αδασμολόγητο.
αδασμολόγητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 δασμολογη- (δασμολογώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδασμολόγητος, -η, -ο [a∂azmolóyitos]
- not subject to duty, duty free, untaxed (syn αφορολόγητος, ατελής):
- αδασμολόγητες αποσκευές duty free luggage |
- αδασμολόγητα είδη |
- οι πρώτες ύλες του χάρτου εισάγονται αδασμολόγητες
[fr MG αδασμολόγητος, cpd w. *δασμολογητός: δασμολογώ 'exact tribute']
- not subject to duty, duty free, untaxed (syn αφορολόγητος, ατελής):