Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδασκάλευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδασκάλευτος -η -ο [aδaskáleftos] Ε5 : που δεν τον έχουν δασκαλέψει, που δεν τον έχουν συμβουλέψει τι πρέπει να κάνει ή να πει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να αποφύγει κάποια δυσάρεστη εξέλιξη. ANT δασκαλεμένος: Aδασκάλευτη καθώς ήταν αυτή, δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα μ΄ αυτά τα σαΐνια. || που δεν τον έχουν καθοδηγήσει έτσι, ώστε να υποστηρίξει ή να κάνει κτ. ηθικά μεμπτό: Aυτή τις ξέβγαλε όλες τις κοπέλες, δεν άφησε καμιά αδασκάλευτη.

[α- 1 δασκαλεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδασκάλευτος, -η, -ο [a∂askáleftos]
  • ① uninstructed, untaught, of a person or thing (syn αδίδαχτος, ακαθοδήγητος):
    • ω ιερή ανατριχίλα των αδασκάλευτων και των πρωτόβγαλτων της ποιητικής (Palam) |
    • αδασκάλευτοι καθένας από τη γενιά το λόγο του έλεγε ορμηνειά για το χαμό του συγγενή (SPasagiannis) |
    • είναι κι αυτός αβοήθητος και ~ (Karantinos) |
    • poem και στα σοφά αδασκάλευτα παιγνίδια (Palam)
  • ② not given advice, not counseled, not admonished about what to say or do, uninfluenced (ant νουθετημένος, δασκαλεμένος):
    • αθώα κι αδασκάλευτη κοπέλα |
    • τον άφησε αδασκάλευτο |
    • poem και γω που γι' αδασκάλευτη σε θάρρευα μαθήτρα, | τόση δεν έχουν πονηριά και δέκα καλογέροι (Gryparis)

[cpd w. *δασκαλευτός: LMG & ModG δασκαλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες