Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδαπάνητος, επίθ.
-
- Aυτός για τον οποίο δεν πλήρωσε κάπ., απλήρωτος:
- δουλεία άμισθος και κόπος αδαπάνητος (Iστ. Hπείρ. XII 15).
[μτγν. επίθ. αδαπάνητος]
- Aυτός για τον οποίο δεν πλήρωσε κάπ., απλήρωτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδαπάνητος -η -ο [aδapánitos] Ε5 : που δεν έχει δαπανηθεί, συνήθ. μτφ., για να δηλώσουμε τη διάρκεια και τη δύναμη που έχει κάποιο συναίσθη μα ή πνευματικό αγαθό: H αγάπη είναι ένας ~ θησαυρός, ανεξάντλητος.
[λόγ. < ελνστ. ἀδαπάνητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδαπάνητος, -η, -ο [a∂apánitos]
- ① not (yet) spent, unspent (syn αξόδευτος):
- του έμειναν ένα σωρό χρήματα αδαπάνητα |
- έχει τα κεφάλαιά του αδαπάνητα |
- στο παιδί η αφθονία των αδαπάνητων ακόμα δυνάμεων εκφράζεται με την οξύτητα που συνοδεύεται από μια διασκεδαστική αταξία (Papanoutsos)
- ② incapable of being spent, inexhaustible (syn ανεξάντλητος):
- αυτός ο ~ θησαυρός (sc λέξεων), ο φανταχτερός, ο πολύχρωμος; (Panagiotop)
[fr MG ← K ἀδαπάνητος, cpd w. *δαπανητός; cf MG πολυδαπάνητος]
- ① not (yet) spent, unspent (syn αξόδευτος):