Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδαμαντωρύχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδαμαντωρύχος ο [aδamandoríxos] Ο18 : εργάτης αδαμαντωρυχείου.

[λόγ. αδαμαντ- (δες αδάμας) + -ωρύχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες