Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδαμαντοπώλης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδαμαντοπώλης ο [aδamandopólis] Ο10 : πωλητής διαμαντιών ή άλλων πολύτιμων λίθων.

[λόγ. αδαμαντ- (δες αδάμας) -ο- + -πώλης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδαμαντοπώλης [a∂amandopólis] ο,, (L)
  • jeweler selling jewelry and precious stones

[cpd w. -πώλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες