Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδαμαντίνη η [aδamandíni] Ο30 : (ανατ.) σκληρή, λευκή και στιλπνή ουσία που αποτελεί το εξωτερικό τμήμα του δοντιού στην περιοχή της μύλης, και το προστατεύει· σμάλτο2· (πρβ. οδοντίνη).
[λόγ. < αγγλ. adaman tine < λατ. adamant(inus) < αρχ. ἀδαμάντ(ινος) -ine = -ίνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδαμαντίνη [a∂amandíni] η,,
- enamel (syn σμάλτο):
- όργανο (πρίσμα, σχισμή) της αδαμαντίνης dentistry enamel organ (prism, fissure).
- enamel (syn σμάλτο):