Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδαμάντινος, επίθ.
-
- Σκληρός σαν «αδάμας», σαν χάλυβας·
- εκφρ.
- (1) λιθάρι αδαμάντινον = διαμάντι:
- (Διήγ. Aλ. V 63)·
- (2) λίθος αδαμάντινος = διαμάντι:
- (Φυσιολ. 36215).
- (1) λιθάρι αδαμάντινον = διαμάντι:
- εκφρ.
[αρχ. επίθ. αδαμάντινος. H λ. και σήμ.]
- Σκληρός σαν «αδάμας», σαν χάλυβας·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδαμάντινος -η -ο [aδamándinos] Ε5 : 1.(λόγ.) διαμαντένιος: Aδαμάντινο περιδέραιο. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. που έχει την καθαρότητα και την αντοχή του διαμαντιού, συνήθ. στην έκφραση ~ χαρακτήρας, ηθικά άμεμπτος. (έκφρ.) αδαμάντινοι γάμοι*.
[λόγ. < αρχ. ἀδαμάντινος `σκληρός σαν ατσάλι΄ σημδ. αγγλ. adamantine (στη νέα σημ.) < λατ. adamantinus < αρχ. ἀδαμάντινος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδαμάντινος, -η, -ο [a∂amándinos] (L)
- ① made of diamond, adamantine, adorned w. diamonds (syn διαμαντένιος):
- αδαμάντινο περιδέραιο diamond necklace |
- poem η ελευθερία του βλέμματος εύκολα παρομοιάζει | με σπάνιους αδαμάντινους συνδυασμούς ή άνθη πολύχρωμα (Papaditsas)
- ② very hard, indomitable, adamant (syn αδάμαστος, σκληρός):
- η εύθραυστη φύση τού... ποιητή, εκφρασμένη με μια τέχνη αδαμάντινης σκληρότητας (Chatzinis)
- ③ sparkling, lustrous, excellent, splendid (like diamond) (syn λαμπρός, εξαίρετος):
- ~ χαρακτήρας candid and unbribable character, integrity personified, and such a person (syn αδέκαστος, ακέραιος, άμεμπτος) |
- δουλειά του αληθινού ποιητή είναι να ξεχωρίση... τα ελάχιστα εκείνα (sc πράγματα) που εκπέμπουν μιαν αδαμάντινη λάμψη (Chatzinis) |
- τις ιδέες που πιστεύει... του ζητούμε να υποστηρίξη, αναλογιζόμενος δύο αδαμάντινες αλήθειες (Papanoutsos) |
- μέσα σ' αυτές τις γραμμές... διατυπώνεται ένα αδαμάντινο αξίωμα της αγωγής (id.)
- ④ relating to, or marking, the 60th anniversary:
- αδαμάντινοι γάμοι the 60th wedding or diamond anniversary |
- αδαμάντινο ιωβηλαίο diamond jubilee
[fr MG αδαμάντινος ← AG]
- ① made of diamond, adamantine, adorned w. diamonds (syn διαμαντένιος):