Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδίστακτος, επίθ.
-
- Που δεν έχει δισταγμό:
- ορμήν αδίστακτον (Aξαγ., Kάρολ. E´ 497).
[μτγν. επίθ. αδίστακτος. Η λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει δισταγμό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδίστακτος -η -ο [aδístaktos] & αδίσταχτος -η -ο [aδístaxtos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που ενεργεί χωρίς κανέναν ηθικό δισταγμό ή χωρίς φόβο. ANT διστακτικός: ~ και κυνικός εκμεταλλευτής των αδυνάτων, ασυνείδητος. β. (για ενέργεια κτλ.) που γίνεται χωρίς ηθικό δισταγμό ή χωρίς φόβο: Aδίστακτη απάντηση. Tο μεγαλύτερο κακό το προκαλούν οι αδίστακτες δημοκοπίες και οι τυχοδιωκτισμοί.
αδίστακτα ΕΠIΡΡ χωρίς δισταγμό: Πήρε ~ την απόφαση. [λόγ. < ελνστ. ἀδίστακτος `αναμφίβολος΄ κατά τη σημ. της λ. διστάζω· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδίστακτος1 [a∂ístaktos] ο, (& αδίσταχτος)
- unscrupulous person:
- οι αδίστακτοι... αδιαφορούν για τα μέσα, αρκεί ν' ανεβούν οικονομικά και κοινωνικά (Vacalop) |
- απέναντι στους αδίσταχτους που... όλα τα θέματα τα προσπελάζουν ανενδοίαστα... στέκονται οι περίσκεπτοι και μετρημένοι (Papanoutsos).
- unscrupulous person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδίστακτος2, -η, -ο [a∂ístaktos] (& αδίσταχτος)
- ① unhesitating, unhesitant, resolute (ant διστακτικός, αναποφάσιστος):
- θα δυσκολευόταν κανείς... να το εμφανίση (sc το έργο) για αριστούργημα με τρόπο αδίσταχτο (Papatsonis) |
- τα λίγα απομεινάρια επιτρέπουν να εκτιμήσουμε την αδίστακτην ορμή της καινούργιας τέχνης (MChatzidakis) |
- poem μεσημεριάτης τζίτζικας αρχίζει | στον ελαιώνα αδίσταχτο τραγούδι (Xydis)
- ② unscrupulous, unprincipled (syn ανενδοίαστος, near-syn ασυνείδητος):
- ~ άνθρωπος freewheeler |
- κυνικός και ~ άνθρωπος |
- ~ λαός |
- ~ συκοφάντης |
- αδίστακτοι εκμεταλλευτές |
- προσφέρεται ~ στη θυσία |
- αντίπαλος ~ στην πράξη |
- πολιτική αδίστακτη για την ηθική των μέσων της |
- αδίστακτη κομματική παράταξη |
- αδίστακτη διαγωγή unprincipled conduct |
- ~ εγωϊσμός, αδίστακτη ανειλικρίνεια, αδίστακτη αναίδεια |
- αδίστακτη απάντηση |
- αδίστακτη δημοκοπία, αδίστακτη διαφήμιση |
- αδίστακτη ενοχή |
- αδίστακτη αντίσταση κατά των τυράννων |
- βλέμμα αδίστακτο στην ασέλγειά του |
- το κοινό τον θεωρεί αδίσταχτο τυχοδιώκτη |
- η φιλήδονη και αδίστακτη στις ερωτικές επιθυμίες της Zωή (Kanellop) |
- η γυναίκα... είναι πιο πανούργα και πιο αδίστακτη (Ploritis) |
- poem και την ψυχή μου ξαναρώτησα | και μου 'πε η αδίσταχτη |
- κατέβα (Skipis) |
- ... να ξέρης ότι | είσαι αδίσταχτος· ναί, μπρούντζινο είσαι μούτρο (Stavrou Ar)
[fr MG αδίστακτος ← K]
- ① unhesitating, unhesitant, resolute (ant διστακτικός, αναποφάσιστος):