Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδίστακτα [a∂ístakta] adv (& αδίσταχτα)
- ① unhesitatingly, without demur, unwaveringly, glibly (syn χωρίς δισταγμό, με τρόπο αδίστακτο, ant διστακτικά):
- ενεργώ ~ |
- κάνω κτ ~ |
- θα λέγαμε ~ ότι κλ |
- μπορώ ~ να πω ότι |
- αδίσταχτα εδήλωσε |
- αποκρίθηκε αδίσταχτα |
- απαντούμε ~ |
- πήρε αδίσταχτα την απόφαση |
- γι' αυτά τα προτερήματά του τον δέχτηκε αδίσταχτα γι' άντρα της (Xenop) |
- ήταν έτοιμοι... να θυσιάσουν αδίσταχτα τη ζωή τους στο όνομα της αλήθειας και της αρετής (Theotokas) |
- εκφράζομαι αδίσταχτα, δίχως ίχνος αμφιβολίας, με τρόπο κατηγορηματικό (Terzakis) |
- τότε οι Έλληνες αυθόρμητα κι ~ στρέφονται προς την Eκκλησία τους (Christidis) |
- η δημοτική θα κάνη ~ δικές της όλες τις λόγιες λέξεις που της χρειάζουνται (id.) |
- poem και την καρδιά σου αδίσταχτα τη γέρνεις | φως ιλαρό στου ταπεινού τη χάρη (Palam)
- ② unscrupulously (syn ανενδοίαστα, ασυνείδητα):
- επιχειρηματίες κερδοσκοπούν ~
[der of αδίστακτος]
- ① unhesitatingly, without demur, unwaveringly, glibly (syn χωρίς δισταγμό, με τρόπο αδίστακτο, ant διστακτικά):