Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδίκως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδίκως [a∂íkos] adv
  • ① unjustly, wrongfully, unlawfully, inequitably (syn άδικα 1a):
    • σ' έβαλα στον κόπο |
    • όποιος ~ πειράζει τον άλλον πρέπει να λαβαίνη την ίδια ανταμοιβή (Makryg) |
    • idiom phr δικαίως ή ~ justly or unjustly |
    • ~ και παραλόγως unjustly and without reason (syn άδικα των αδίκων) e.g. |
    • πάντοτες τους βαίνομεν εις κιντύνους και χάνονται ~ και παραλόγως (Makryg)
  • ② without avail, in vain (syn in άδικα 2):
    • σήμερα τα ζητάει (κανείς τα βιβλία) ~, ακόμα και στα παλαιοβιβλιοπωλεία (Terzakis)

[fr K ← AG ἀδίκως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες