Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδίκημα το [aδíkima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αδικώ. || (νομ.) πράξη ή παράλειψη που προσβάλλει το δίκαιο από νομική άποψη: ~ πολιτικό / αστικό. Διαπράττω / καταγγέλλω / παραγράφω ένα ~. Kάθε ποινικό ~ χαρακτηρίζεται ως πταίσμα, πλημμέλημα ή κακούργημα.
[λόγ. < αρχ. ἀδίκημα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδίκημα [a∂ícima] το,
- wrongful act, injurious act, act of injustice, misdeed, malfeasance, malpractice, (indictable) offence, delinquency, crime, felony (syn αδικία 2, άδικη or κολάσιμη or αξιόποινη πράξη):
- τα ποινικά αδικήματα είναι κακούργημα, πλημμέλημα και πταίσμα |
- η άγνοια του νόμου είναι ~ |
- μικρά αδικήματα |
- είναι ένοχοι μεγάλου αδικήματος |
- διαπράττω (κάνω) ~ |
- στ' αδικήματα της επανάστασης δίνεται αμνηστεία |
- δεν υπάρχει ~ ούτε επιβάλλεται ποινή χωρίς νόμο που να ισχύη, πριν εκτελεστή η πράξη (Christidis) |
- αυτές εδώ οι ψυχές... έζησαν στην πλάνη και στο ~ (Theodorakop) |
- folks. τον πήρε το παράπονον, είδε τ' αδίκημά του (DPetrop) |
- poem και η φύτρα μου είν' ~ και η μοίρα μου είναι κρίμα (Palam)
[fr AG ἀδίκημα]
- wrongful act, injurious act, act of injustice, misdeed, malfeasance, malpractice, (indictable) offence, delinquency, crime, felony (syn αδικία 2, άδικη or κολάσιμη or αξιόποινη πράξη):