Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδίδακτος -η -ο [aδíδaktos] & αδίδαχτος -η -ο [aδíδaxtos] Ε5 : 1α.για κτ. που δεν έχει γίνει αντικείμενο διδασκαλίας, που δεν το έχουν διδάξει σε κπ., ώστε να το μάθει ή να το καταλάβει: Aδίδακτο θέμα / κείμενο. Aδίδακτη ύλη. β. (για θεατρικό έργο) που δεν έχει παιχτεί σε θέατρο: Aδίδακτη τραγωδία / κωμωδία. Aδίδακτο δράμα / έργο. 2. (οικ.) αυτοδίδακτος: ~ καλλιτέχνης.
[λόγ. < αρχ. ἀδίδακτος `που δεν μπορεί να διδαχτεί΄ (1β: ελνστ. σημ.)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδίδακτος, -η, -ο [a∂í∂aktos] (& αδίδαχτος)
- ① not taught, untaught:
- αδίδαχτο μάθημα, θέμα or κείμενο αδίδακτο |
- παράδειγμα αποκαλυπτικό γι' αυτή την αδίδακτη μάθηση της πρώτης ανθρώπινης πράξης μού ήταν οι αρχαίοι ναοί (Tsatsos)
- ⓐ not performed (only L), of drama:
- αδίδακτο δράμα |
- ο Φιλοκτήτης του Eυριπίδη είναι μια αδίδακτη από το Eθνικό Θέατρο τραγωδία
- ② untaught, unschooled, uninstructed:
- τελείως ~
- ⓑ self-taught, self-trained, self-educated (syn που έμαθε χωρίς δάσκαλο, αυτοδίδακτος):
- έγινε τέλειος μουσικός μόνος του, ~ |
- ζωγράφος ~ self-taught painter |
- αυτοσχέδιος κι αδίδαχτος είχε πρώιμες και καταπληχτικές επιτυχίες στην προσωπογραφία και στη γελοιογραφία (Valetas)
[fr K (also PatrG) ἀδίδακτος]
- ① not taught, untaught: