Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδίδακτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδίδακτα [a∂í∂akta] adv (& αδίδαχτα)
  • without being taught by a teacher.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες