Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδήριτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αδήριτα [a∂írita] adv (L)
  • undisputedly, insuperably:
    • ο άνθρωπος και σαν θέμα της φιλοσοφίας αποκαλύπτεται ~ σαν η αρχή της φιλοσοφίας (Despotop) |
    • ~ ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την ιστορία "εκ των προτέρων", δηλαδή τη συντελεστέα ιστορία στο μέτρο των υπαρξιακών του δυνατοτήτων (id.) |
    • η επιστήμη... έχει διαπλάσει τον εαυτό της με βάση τα δεδομένα και τις συνθήκες, που ~ υπαγόρευε η τοποθέτηση του επιστήμονα (id.)

[der of αδήριτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες